Της άρεσε πολύ αυτή η δουλειά της Ιζαμπέλ. Της άρεσαν οι εργαζόμενοι της Ρενό που αγόραζαν εφημερίδα πριν πάνε στο εργοστάσιο. Οι πιτσιρικάδες που έμπαιναν για να διαβάσουν το αποτέλεσμα ενός αγώνα στη «L’ Equipe» κι εκείνη τους άφηνε υπό τον όρο να λένε καλημέρα. Οι ηλικιωμένοι που έρχονταν το απόγευμα για να πιάσουν κουβέντα. Εκείνος ο νεαρός που ήθελε βοήθεια γιατί δεν είχε γράψει ποτέ μια επιστολή στη ζωή του. Εκείνος ο άνδρας που έμαθε για το Μπατακλάν μπαίνοντας στο μαγαζί. Με πολλούς από αυτούς σήμερα μιλάει πια στον ενικό, έχουν γίνει φίλοι.

Το μαγαζί στην Αvenue Simon-Bolivar του Παρισιού το αγόρασε το 1991, αφού δανείστηκε 600.000 φράγκα. Τα χρόνια εκείνα, μια εφημερίδα κι ένας καφές κόστιζαν λιγότερο από 10 φράγκα. Πολλοί πελάτες της αγόραζαν τρεις εφημερίδες την ημέρα! Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν γύρω στο 2000, λέει στη «Monde». Οι πελάτες γέρασαν, χωρίς να αντικατασταθούν από τη νέα γενιά, που κατέβαζε δωρεάν ταινίες και μουσική και δεν ασχολιόταν με τον Τύπο. Πολλοί κλείστηκαν στη θρησκεία τους ή στην κοινότητά τους και της έλεγαν ότι δεν έχουν πια εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης. Αυξήθηκαν και οι τιμές. Την τσάκισαν και οι κλοπές και οι απεργίες. Ο τζίρος μειώθηκε στο μισό, από 1.000 ευρώ την ημέρα σε 500.

Πέρυσι, η Ιζαμπέλ ενημέρωσε τα πρακτορεία ότι θα σταματούσε και τους ζήτησε να βρουν αντικαταστάτη. Δεν εμφανίστηκε κανείς. Στις αρχές του περασμένου μήνα είπε στους πελάτες της ότι στις 30 Σεπτεμβρίου θα κατέβαζε ρολά. «Κρίμα, είναι πολύ χρήσιμο αυτό που κάνετε» της είπε κάποιος. «Μα εσείς κάποτε αγοράζατε εφημερίδα κάθε μέρα και τώρα σταματήσατε» του απάντησε. Αλλοι της είπαν πως ήταν ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μιλούσαν όλη την ημέρα. Μερικά παιδιά έβαλαν τα κλάματα. Ηταν πολύ συγκινητικό.

Η Ιζαμπέλ είναι σήμερα 52 ετών και δεν ξέρει τι θα κάνει. Χρέη δεν έχει. Για έξι μήνες δεν θα δουλέψει, θα κάνει αυτά που δεν μπόρεσε να κάνει εδώ και 25 χρόνια, θα πάει σινεμά, θα δει τους φίλους της, θα ταξιδέψει. Δεν ξέρει αν θα διαβάζει εφημερίδες. Δεν αισθάνεται πίκρα, είναι μόνο λίγο στενοχωρημένη για το επάγγελμά της, που είναι τόσο όμορφο και χάνεται. Και δεν θα ξεχάσει ποτέ την ουρά που είχε σχηματιστεί από τα χαράματα για το ειδικό τεύχος του «Charlie Hebdo». Της είχαν φέρει μόνο 50 αντίτυπα, είπε στους πελάτες της ότι δεν θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσει όλους, αλλά εκείνοι εκεί, δεν έφευγαν.

Από μια άποψη, η Ιζαμπέλ είναι τυχερή, φεύγει μόνη της, δεν τη διώχνουν για να πάρουν κάποιον 25άρη με τα μισά λεφτά, όπως έγραψαν χθες «ΤΑ ΝΕΑ». Φεύγει επίσης με τις εφημερίδες να είναι ακόμη ζωντανές, να κρέμονται ακόμη στα περίπτερα. Σε λίγα χρόνια δεν θα συμβαίνει ούτε αυτό. Ο παππούς είχε δίκιο, είναι κρίμα, το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη είναι χρήσιμο και όμορφο, αλλά άνθρωποι το ασκούν και άνθρωποι είναι η αιτία που εκλείπει, εδώ δεν χωρούν συναισθηματισμοί. Εμείς πάντως θα το παλέψουμε μέχρι τέλους.