Πριν από λίγες μέρες ανακάλυψα έναν φάκελο με παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Τις συνήθεις ομαδικές μπροστά από χριστουγεννιάτικα δέντρα και προσφιλή τοπία. Θέλοντας να διακρίνω στα άλλοτε νεανικά πρόσωπα τα χαρακτηριστικά των συγγενών μου όπως είναι σήμερα, με τον δείχτη και τον αντίχειρα προσπαθούσα, ασυναίσθητα, να «ανοίξω» τις τυπωμένες φωτογραφίες. Εκείνες τις «κόντακ ινσταμάτικ» –ή όπως, τέλος πάντων, τις έλεγαν τότε –τις τριπλές: μια μεγάλη αριστερά και δύο μικρές στα δεξιά. Η συνειδητοποίηση του λάθους δεν με εμπόδισε να το επαναλάβω τρεις – τέσσερις φορές. Λες και τα δάχτυλά μου είχαν ανεξαρτητοποιηθεί και λειτουργούσαν αυτόνομα. Κάνοντας αυτό που έχουν συνηθίσει να κάνουν τα τελευταία χρόνια.

Τις ίδιες μέρες πάνω-κάτω, κάποιος φίλος ποστάρισε στο facebook έναν στίχο από το ποίημα του Αλκη Αλκαίου «Κακόηθες μελάνωμα» που έχει γραφεί εις μνήμην του Νίκου Πουλαντζά και έχει μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτσικος. «Κι εγώ απόψε θα σε χάσω και αύριο θα σε ξεχάσω» έγραψε εντός εισαγωγικών, χωρίς να αναφέρει όμως τον ποιητή. Τύπος ξερόλα, από αυτούς που προσπαθούν με αδέσποτες λέξεις να συναρμολογήσουν αφήγημα γνώσεων, χώθηκε αμέσως στον «τοίχο» του και αμόλησε ένα μεγαλοπρεπέστατο «Του Νίκου Πουλαντζά». Είναι προφανές τι είχε συμβεί. Γκουγκλάροντας στα γρήγορα τον στίχο, βγαίνει πρώτα το όνομα του Μικρούτσικου (σκόπελος που εύκολα ξεπερνιέται) και μετά του Πουλαντζά. Αν δεν ψάξεις, δεν βρίσκεις τον ποιητή. Και, ως γνωστόν, ό,τι ψάχνεις βρίσκεις. Δύο, άσχετα μεταξύ τους, περιστατικά που πιστοποιούν το ίδιο φαινόμενο. Το know how της πραγματικότητας, της καθημερινότητας, του πολιτισμού, της γνώσης στις άκρες των δαχτύλων μας. Εκεί οι ερωτήσεις, εκεί και οι απαντήσεις. Εκεί οι βολές, εκεί και οι εξαρτήσεις. Εκεί το όνειρο, αλλού το θαύμα.

Θυμάμαι ότι εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια, όταν είχαμε αρχίσει να επικοινωνούμε μεταξύ μας μέσω μηνυμάτων στα κινητά, η έφηβη τότε ανιψιά μου, με το τηλέφωνο κάτω από το τραπέζι για να μην την καταλάβουν οι γονείς της, πληκτρολογούσε, με απίστευτη ταχύτητα, κατεβατά ολόκληρα στα τυφλά. Βλέπω βρέφη που δεν έχουν καλά καλά χρονίσει να σέρνουν με σιγουριά τα δαχτυλάκια τους στην οθόνη του τηλεφώνου αναζητώντας την επόμενη φωτογραφία. Και θυμάμαι τα δικά μου παιδικά δάχτυλα, αδέξια σαν δαγκάνες καβουριού, να προσπαθούν να πατήσουν τα πλήκτρα στη γραφομηχανή του παππού μου. Και τώρα, εξάλλου, πρέπει να προηγηθούν τουλάχιστον δύο λάθος χτυπήματα στις οθόνες αφής για να πετύχω το σωστό. Αλλοτε από αδεξιότητα και άλλοτε από αφηρημάδα. Οπως επίσης έχω προσπαθήσει πολλές φορές να τηλεφωνήσω από το τηλεκοντρόλ ή να αλλάξω κανάλι με το τηλέφωνο. Κι άλλες τόσες έχω φύγει από το σπίτι βάζοντας στην τσάντα μου, μαζί με κινητά και τάμπλετ, και το κοντρόλ του κλιματιστικού.

Νομίζω ότι πλέον οι γενιές διακρίνονται από το πόσο επιδέξια χρησιμοποιούν τα δάχτυλά τους. Πόσο εύκολα χειρίζονται πληκτρολόγια και οθόνες αφής. Πόσο γρήγορα και μουλωχτά μπορούν να γκουγκλάρουν για να δώσουν μια, κατά κανόνα, ημιτελή απάντηση σε μια ερώτηση που δεν τους έγινε ποτέ. Κάπως έτσι η γνώση αντικαθίσταται από τη στιγμιαία πληροφορία. Και όσο ισχύει αυτό, οι ποιητές θα παραμένουν, ευτυχώς, αγκουγκλάριστοι.