Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο εκδοτικός οίκος του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είχε κυκλοφορήσει ένα μικρό βιβλίο –που διαβάστηκε πολύ εκείνα τα χρόνια –με τίτλο «Οταν ήμασταν υπουργοί». Ο συγγραφέας, ο Φρανσουά Μπιγιού, βετεράνος κομμουνιστής, ήταν υπουργός Υγείας, Οικονομίας και Εθνικής Αμυνας στις πρώτες κυβερνήσεις εθνικής ενότητας μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, από το 1944 ώς το 1947. Κοντά 25 χρόνια αργότερα, ο «σύντροφος-υπουργός» ανακαλούσε, κάπως ωραιοποιημένη, εκείνη την ξεχασμένη, απωθημένη εμπειρία συμμετοχής στην κυβέρνηση –«για να νιώσουμε περηφάνια για το παρελθόν αλλά και εμπιστοσύνη στο μέλλον» όπως έλεγε προλογίζοντας το βιβλίο ο Ζορζ Μαρσέ. Ηταν η εποχή του «κοινού προγράμματος» Κομμουνιστών – Σοσιαλιστών, η εποχή όπου οι Κομμουνιστές διεκδικούσαν ξανά τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση της Γαλλίας.

Καθώς λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται για το Συνέδριό του, το ερώτημα ίσως να βασανίζει κάποιων τη σκέψη: Θα βρεθεί, άραγε, κάποιος ανάμεσα στους σημερινούς «συντρόφους-υπουργούς» να καταγράψει την εμπειρία του ύστερα από 25 ή έστω 5 έτη; Και θα υπάρχει κόμμα, χώρος, συλλογικό υποκείμενο να διεκδικήσει τα διδάγματα της εμπειρίας; Με άλλα λόγια, τι ίχνος θα αφήσουν οι κυβερνήσεις Τσίπρα στη συνείδηση όσων αριστερών τις υποστήριξαν ή τις υπηρέτησαν; Πόση «περηφάνια», πόση «εμπιστοσύνη»;

Η αλήθεια είναι πως η σύγκριση της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ με την εμπειρία των γάλλων Κομμουνιστών πάσχει εξαρχής. Δυσαναλογία ιστορικών μεγεθών. Ας συγκριθεί, λοιπόν, με μια πολύ διαφορετική μεν, αλλά πιο σύγχρονη εμπειρία –την πρώτη περίπτωση συμμετοχής ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη διακυβέρνηση μιας χώρας σε κρίση. Την περίπτωση της Ισλανδίας.

Αν υπάρχει «πρώτη φορά Αριστερά», αυτή η πρώτη φορά συνέβη όχι στα ζεστά νερά της Μεσογείου, αλλά στα παγωμένα νερά του Βορρά. Η Ισλανδία έζησε, για μια δεκαετία, την τρέλα μιας γιγάντιας φούσκας φτηνού χρήματος –οι αξίες στο χρηματιστήριο ανέβηκαν 850% μέσα σε μια δεκαετία, οι τιμές των σπιτιών τριπλασιάστηκαν, οι τράπεζες βρέθηκαν να έχουν δανειστεί το δεκαπλάσιο του ετήσιου εθνικού εισοδήματος. Λίγες μέρες μετά την πτώση της Λίμαν, τον Σεπτέμβριο του 2008, οι ισλανδικές τράπεζες καταρρέουν, το νόμισμα υποτιμάται στο ένα τρίτο της αξίας του, η οικονομία παγώνει και την ώρα που η αποστολή του ΔΝΤ φτάνει στο νησί να επιβάλει τους όρους του, το Ρέικιαβικ συγκλονίζεται από καθημερινές, μεγάλες διαδηλώσεις –τις πρώτες στην ιστορία της χώρας. Η κυβέρνηση πέφτει και στις εκλογές ένα μικρό κόμμα τής πέραν της σοσιαλδημοκρατίας, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι Αριστεροί Πράσινοι, που είχαν ιδρυθεί το 1999, εκτινάσσεται από το 8% στο 22%. Η ριζοσπαστική Αριστερά μετέχει –«πρώτη φορά» –στην κυβέρνηση και ο ηγέτης της, ένας ξερακιανός με το δύσκολο όνομα Σταϊνγκρίμουρ Σιγκφούσον, αναλαμβάνει το υπουγείο που καίει, το υπουργείο Οικονομικών, και τον δύσκολο ρόλο του διαπραγματευτή με το ΔΝΤ. Ενας αρκτικός Τσακαλώτος, έξι χρόνια πριν ο κόσμος γνωρίσει το οξφορδιανό πρωτότυπο.

«Οταν σβήνεις μια φωτιά, δεν κοιτάς το χρώμα του κουβά με το νερό, απλώς προσπαθείς να σώσεις το σπίτι σου» μου είχε πει όταν τον συνάντησα στα μισά της θητείας του. Δηλαδή: «Μόνο ανόητοι θα πίστευαν ότι η κρίση είναι ευκαιρία να αλλάξεις την κοινωνία. Το καθήκον μας είναι να αντιμετωπίσουμε την κρίση, όχι με τα μέσα που ονειρευόμαστε αλλά με τα μέσα που βρίσκονται στη διάθεσή μας, κι ας μη μας αρέσουν, και να φροντίσουμε όσο γίνεται να μην επιβαρύνουμε τους πιο αδύναμους».

Η πρώτη διαφορά ανάμεσα στις δύο εμπειρίες «πρώτη φορά Αριστερά» είναι αυτή: Η διαφορά προσέγγισης στην αφετηρία. Αλλο το «αντιμετωπίζουμε την κρίση με τα μέσα που έχουμε κι ας μην μας αρέσουν» κι άλλο το καθ’ ημάς «η κρίση είναι ευκαιρία διεκδίκησης εξουσίας και η εξουσία μας η ίδια θα αλλάξει όσα δεν μας αρέσουν».

Η δεύτερη διαφορά είναι στο αποτέλεσμα: Η ισλανδική περίπτωση θεωρήθηκε διεθνώς ένα υπόδειγμα αντιμετώπισης μιας δραματικών διαστάσεων κρίσης αποτελεσματικά και με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος. Ενα υπόδειγμα στους αντίποδες της δικής μας, μοιραίας εμπειρίας του 2015.

Αλλά αυτό που απειλεί να στοιχειώσει την ανάμνηση της εποχής «που ήμασταν υπουργοί» και να τη σημαδέψει με ένα βαρύ αρνητικό πρόσημο δεν είναι τόσο οι ίδιες κυβερνητικές επιδόσεις, ο απολογισμός της εξουσίας, πριν ή μετά τον Ιούλιο του 2015. Οσο είναι εκείνα που προηγήθηκαν, ο τρόπος που η εξουσία διεκδικήθηκε, ο στόχος στο όνομα του οποίου διεκδικήθηκε.

Οταν χτύπησε η κρίση, οι ισλανδοί αριστεροί είπαν «μα φυσικά, σας τα λέγαμε, αυτή η φούσκα του νεοπλουτισμού δεν ήταν βιώσιμη, ήταν μοιραίο να σκάσει κι εμείς, ακριβώς επειδή της κάναμε κριτική, είμαστε οι καταλληλότεροι να θεραπεύσουμε τις αιτίες της χρεοκοπίας». Ο Αλέξης Τσίπρας, αντίθετα, είχε πει σε μια μνημειώδη συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» τον Απρίλιο του 2010: «Η χρεοκοπία είναι ένα παραμύθι με δράκο». Δηλαδή: δεν χρεοκοπήσαμε, η χρεοκοπία είναι ένα ψέμα, ένας εκβιασμός για να αφαιρεθούν κοινωνικές κατακτήσεις! Δηλαδή: η δική μας φούσκα μπορεί και να ήταν βιώσιμη! Η απόσταση ανάμεσα στη θέση αυτή και στη συνείδηση της Αριστεράς ήταν πελώρια. Η απόστασή της από τις ψεκασμένες θεωρίες πως η κρίση και το Μνημόνιο ήταν μια «συνωμοσία» για να βάλουν οι ξένοι χέρι στους αμύθητους θησαυρούς του έθνους ήταν ένα τσιγάρο δρόμος. Και το τσιγάρο το κάπνισαν καιρό τώρα μαζί ο Αλέξης Τσίπρας με τον Πάνο Καμμένο.

Στην τρέχουσα συζήτηση, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, θεωρείται αυτονόητο ότι υπάρχει μια «αριστερή» περίοδος –η περίοδος της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και της βαρουφάκειας διαπραγμάτευσης –και μια περίοδος, η τρέχουσα, συμβιβασμού, προδοσίας για τους αντιπάλους, υποχώρησης, «προσωρινής ήττας» για τους απολογητές. Θα ακουστεί παραδοξολογία, αλλά με όρους «αριστεροσύνης» η περίοδος του συμβιβασμού θα μπορούσε να διεκδικεί πειστικότερα τα πιστοποιητικά αριστερής συνέπειας απ’ ό,τι η προηγούμενη, η ένδοξη αντιμνημονιακή περίοδος.

Χάπι εντ, έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει βέβαια. Και στην Ισλανδία, παρά τον διεθνή θαυμασμό για το θαύμα της γρήγορης ανάκαμψης, στις πρώτες εκλογές μετά την κρίση το κουρασμένο εκλογικό σώμα καταψήφισε τους αριστερούς ναυαγοσώστες. Αλλά οι ίδιοι δικαιούνται να λένε πως τουλάχιστον δεν πρόδωσαν την «αριστερή» ψυχή τους. Και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τούς βρίσκουν πάλι σε θεαματική ανάκαμψη. Στα καθ’ ημάς ξέρω κάποιους συνέδρους που ζουν με τον φόβο πως, όταν χαθεί η εξουσία, θα έχει ήδη χαθεί και η ψυχή.