Ιούνιος 2000: Ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου τηλεφωνεί στο Μαξίμου. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται η ιδιαιτέρα του Κώστα Σημίτη. Της ζητά να «δεχθεί ο κ. πρωθυπουργός αντιπροσωπεία ιεραρχών υπό τον Μακαριότατο». «Για ποιο θέμα;» ρωτά εκείνη. «Για το θέμα των ταυτοτήτων» της απαντά. Λίγο αργότερα τον καλεί πίσω και τον ενημερώνει πως ο Σημίτης λέει ότι δεν έχουν κάτι να συζητήσουν για τις ταυτότητες.

Σεπτέμβριος 2016: Ο Αλέξης Τσίπρας υποδέχεται στο πρωθυπουργικό μέγαρο τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο έχοντας στο δεξί του πλευρό τον υπουργό Αμυνας Πάνο Καμμένο και στο αριστερό τον Νίκο Φίλη. Στην ατζέντα του ραντεβού βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο θα διδάσκονται τα Θρησκευτικά στα σχολεία.

Η «μάχη των ταυτοτήτων» έχει –πλην των μιντιακών κλισέ –αναλογίες με τον «ιερό πόλεμο» για τα Θρησκευτικά; Τα δύο παραπάνω περιστατικά, αν και προσφέρονται για συγκρίσεις, δεν είναι μεμονωμένα. Παρά δε τους διαμετρικά αντίθετους πρωθυπουργικούς χειρισμούς αποκαλύπτουν ένα μοτίβο των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας. Και σε αυτό ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους τίθεται συχνά σε αμφισβήτηση.

Οπως παραδέχονται παροικούντες την πολιτική σκηνή, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης έχουν έλθει αντιμέτωπες με την Ιεραρχία. Ή για την ακρίβεια με μια νοοτροπία που συνοψίζεται καλύτερα στις φράσεις που είχε πει ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όταν ο τελευταίος είχε προσπαθήσει να ανακινήσει το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας: «Η Εκκλησία είναι μαγαζί γωνία. Εμείς ορκίσαμε εσένα και θα ορκίσουμε και τον επόμενο». Μια σύντομη αναδρομή στις σχέσεις των εκάστοτε πρωθυπουργών με τον ανώτατο κλήρο –και κυρίως στη στάση των πρώτων στις κρισιμότερες στιγμές της συνύπαρξής τους –μιλά από μόνη της.

Συνομιλώντας με την Παναγία

Η «δεύτερη φορά Αριστερά» μοιάζει να απέχει πολύ όχι μόνο από την κυβέρνηση Σημίτη, η οποία επέλεξε να πάει στα άκρα τη σύγκρουση με την Εκκλησία, αλλά κι από τον Συνασπισμό του 2000. Το κόμμα που μεσούσης της κόντρας για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ζητούσε επιτακτικά τον διαχωρισμό Κράτους –Εκκλησίας. Για όσους μάλιστα αρέσκονται στις λεπτομέρειες, επειδή συνήθως εκεί κρύβεται ο διάβολος, η ατάκα του Σημίτη στη Βουλή εκείνη τη χρονιά ότι «η αναγραφή (προαιρετική ή υποχρεωτική) περιορίζει και προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου» είχε προκληθεί από ερώτηση της βουλευτού του Συνασπισμού Μαρίας Δαμανάκη.

Οσα διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό με τα Θρησκευτικά δεν εκπλήσσουν τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνο επειδή το Μαξίμου σε κάθε ευκαιρία αφήνει να διαρρέει η καλή προσωπική σχέση του νυν Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Περίπου έναν χρόνο πριν, η παρούσα κυβέρνηση είχε ξαναβρεθεί στα χαρακώματα με την Εκκλησία για την απλοποίηση της απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών. Το τέλος της κόντρας ήταν επίσης άδοξο. «Με την αριστερή κυβέρνηση να βάζει» κατά τον βρετανικό «Economist» «νερό στο κρασί της κοσμικότητάς της». Ετσι, όσοι βρίσκονται απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουν σε αυτές τις κινήσεις απλά «μια προσπάθεια της κυβέρνησης να ανοίγει μέτωπα για να αποπροσανατολίζει από τα ζητήματα της οικονομίας».

Μήπως όμως η εξήγηση δεν είναι τόσο απλή; Μήπως η σχέση με την Εκκλησία εντάσσεται στο πλαίσιο μιας διαφορετικής συριζαϊκής στρατηγικής; Ο Αλέξης Τσίπρας από νωρίς είχε δώσει, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, δείγματα που στηρίζουν αυτό το επιχείρημα. Συγκεκριμένα, από τον Αύγουστο του 2014, όταν είχε ζητήσει να μείνει μόνος με την εικόνα του Αξιον Εστί στο Aγιον Ορος. Κι έμεινε για ένα τέταρτο της ώρας. Τι κι αν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν δήλωνε άθεος; Κορυφαίος υπουργός της κυβέρνησής του δεν έκρυβε σε συνομιλητές του, σε κατ’ ιδίαν πάντα συζητήσεις, πόσο κρίσιμο ήταν την περίοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και αργότερα το κατ’ αυτόν «ξεφόβισμα των συντηρητικών ψηφοφόρων». Με δυο λόγια, ο Τσίπρας μιλώντας με την Πλατυτέρα των Ουρανών ή απελευθερώνοντας περιστέρια στον αγιασμό των υδάτων τα Φώτα, προσπαθούσε να προσεγγίσει το ακροατήριο της νεοκαραμανλικής Δεξιάς. Ορκιζόταν, ωστόσο, με πολιτικό όρκο Πρωθυπουργός. Για να μην ερεθίσει και τους ήδη προσηλυτισμένους αριστερούς ψηφοφόρους.

Η μάχη των ταυτοτήτων

Σε δύο άκρως πολιτικές εμφανίσεις ο Χριστόδουλος, στις λαοσυνάξεις το καλοκαίρι του 2000 κηρύττει από το μπαλκόνι ανάμεσα σε άλλα πως «ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται». Συγκεντρώνει χιλιάδες πιστούς στο πεζοδρόμιο και έναν χρόνο αργότερα περίπου 3 εκατ. υπογραφές που στηρίζουν το αίτημά του για δημοψήφισμα για την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Μόνο που ο Σημίτης είχε ήδη καταλήξει τι θα κάνει. Οπως διηγείται υπουργός του, έλαβε την απόφαση έπειτα από ένα μακρύ τηλεφώνημα με τον Αρχιεπίσκοπο. «Οι δυο τους μιλούσαν πάνω από σαράντα λεπτά». «Σε εκείνη την κουβέντα» προσθέτει «ο πρωθυπουργός κατάλαβε ότι δεν υπάρχει περιθώριο ελιγμών».

Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή η κυβέρνηση είχε επιλέξει να διαπραγματευτεί προκειμένου να εκτονωθεί η κρίση. Αλλωστε και στο εσωτερικό της υπήρχε πολύ έντονη διαμάχη για το ζήτημα. Χαρακτηριστικές ήταν οι αντιρρήσεις που είχε εκφράσει ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ως μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, και οι οποίες είχαν ενοχλήσει τον Σημίτη. Συν τοις άλλοις, όπως επισημαίνει κορυφαίος τότε υπουργός, ήταν μια κόντρα που δεν την είχαν προκαλέσει. Πράγματι, όλα ξεκίνησαν κάπως τυχαία. Από μια συνέντευξη του υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, ο οποίος είχε δηλώσει ότι κατά την προσωπική του γνώμη το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Σιγά σιγά όμως το Υπουργικό Συμβούλιο, θυμάται ένα μέλος του, οδηγήθηκε στην άποψη ότι η εν λόγω κρίση τούς έθετε επιτακτικά το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα;». «Κυβερνά η εκλεγμένη κυβέρνηση ή κάποια παράπλευρη εξουσία;» αναρωτιόμασταν χαρακτηριστικά, συμπληρώνει.

Στην τελική έκβαση της υπόθεσης, που όλοι βλέπουν στις ταυτότητές τους σήμερα, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος. Αν και συντηρητικός πολιτικός –κι ενώ ο αρχηγός της ΝΔ Κώστας Καραμανλής υπέγραφε μαζί με τη σύζυγό του Νατάσα το έντυπο για τη διενέργεια δημοψηφίσματος –έστω και χωρίς την παρουσία τηλεοπτικών καμερών -, ο Στεφανόπουλος απαντούσε στο αίτημα του Χριστόδουλου: «Οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος». Πάντως, μέχρι και σήμερα σημιτικός υπουργός, όταν ερωτάται για εκείνη την περίοδο, επιμένει να τονίζει πως η κυβέρνηση ποτέ δεν υιοθέτησε αντιεκκλησιαστική ρητορική, «απλά υπερασπίστηκε τους θεσμούς».

Η Δεξιά του Κυρίου

στην κυβέρνηση

Αφού υπέγραψε για τη διενέργεια δημοψηφίσματος ο Καραμανλής τον Σεπτέμβριο του 2000, επισκέφθηκε την Εκθεση Βιβλίου. Εκεί δήλωσε ότι «κάθε έλληνας πολίτης έχει αναφαίρετο δικαίωμα να διαμαρτύρεται κατά των αποφάσεων κάθε κυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από αλαζονεία και αυταρχισμό». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν ο μόνος που είχε ταχθεί στο πλευρό της Εκκλησίας, η πλειονότητα των γαλάζιων στελεχών είχε επιλέξει από πολύ νωρίς αυτό το στρατόπεδο. Εύλογο –το χριστεπώνυμο πλήθος ισοδυναμούσε με αρκετές χιλιάδες ψήφους.

Οταν κάθησε στην πρωθυπουργική καρέκλα –εξαργυρώνοντας στην κάλπη και την περίφημη χριστοδουλική ατάκα περί «Δεξιάς του Κυρίου» –στην πρώτη τους συνάντηση με τον Χριστόδουλο, στο Μαξίμου, ήταν ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος που έβαλε το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στο συρτάρι. Γιατί; Πηγή από το περιβάλλον του Καραμανλή αναφέρει ότι «οι δύο άνδρες είχαν καλή χημεία». «Και αυτό», λέει, «έπαιξε το ρόλο του. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν χρειάστηκε να συγκρουστούν ποτέ». Βέβαια, υπουργός του σπεύδει να τονίσει ότι επί καραμανλικής διακυβέρνησης «τα κυριότερα αιτήματα που έθετε ο Χριστόδουλος δεν ικανοποιήθηκαν». Ποια ήταν αυτά; Ο Μακαριστός είχε ζητήσει μια συχνότητα για να δημιουργήσει τηλεοπτικό σταθμό της Εκκλησίας. Ηθελε επίσης να χτίσει έναν νέο, μεγαλύτερο, καθεδρικό ναό και ένα νέο συνοδικό μέγαρο. Η διαφορά, σημειώνει η ίδια πηγή, με τη σημιτική περίοδο ήταν ότι ο Καραμανλής δεν επέλεξε συγκρουσιακή μέθοδο. Ακούγεται αληθινό. Εξάλλου ουδείς αμφισβήτησε ποτέ τις καλές σχέσεις της ΝΔ με την Εκκλησία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, έπειτα από τόσους υπουργούς και τον διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού, που είχαν συμφωνήσει να ανταλλάξει το Δημόσιο οικόπεδα – φιλέτα με τα νερά της λίμνης Βιστωνίδας;

Ο σοσιαλισμός κι η Εκκλησία

Λίγους μήνες αφού ήρθε ο σοσιαλισμός στην εξουσία, στις αρχές του 1982, το ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε ρηξικέλευθες για την εποχή αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, όπως την κατάργηση της προίκας και την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Αυτό όμως που οδήγησε την Εκκλησία στα όριά της ήταν η πρόθεσή του να καθιερώσει τον πολιτικό γάμο. Ο Σεραφείμ προειδοποίησε τον Ανδρέα Παπανδρέου πως θα κατέβαζε τον λαό στους δρόμους. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν μεταξύ του ίδιου του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου. Και το νομοσχέδιο που τελικά ψηφίστηκε προέβλεπε πως θρησκευτικός και πολιτικός γάμος θα ήταν ισοδύναμοι, αλλά ο πολιτικός δεν θα ήταν υποχρεωτικός.

Η σύγκρουση αυτή ήταν αναίμακτη σε σύγκριση με όσα έγιναν πέντε χρόνια αργότερα. Ολα ξεκίνησαν το 1985 όταν το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση των θεμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας και κυρίως της μοναστηριακής. Τις διαπραγματεύσεις με την Ιερά Σύνοδο ανέλαβε ο Αντώνης Τρίτσης ως υπουργός Παιδείας. Στην τετράδα των ιεραρχών με τους οποίους μιλούσε συμμετείχαν ο Ανθιμος, ο Χριστόδουλος κι ο Ιερώνυμος. Αποτέλεσμα όμως δεν υπήρξε. Το 1987 λοιπόν κατέθεσε ένα νέο νομοσχέδιο. Η Εκκλησία απάντησε με αποχή από τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου και ένα συλλαλητήριο στο Σύνταγμα λίγες ημέρες αργότερα. Την επομένη, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού ψήφισαν τον νόμο. Αυτός όμως –τι πρωτότυπο! –έμεινε ανενεργός μιας κι ο Ανδρέας διαπραγματεύτηκε και πάλι προσωπικά με τον αρχιεπίσκοπο. Το αίμα που χύθηκε ήταν του Τρίτση. Βρέθηκε εκτός κυβερνητικών εδράνων με τον κλασικό ανδρεοπαπανδρεϊκό τρόπο, μια μνημειώδη ρήση. «Εσύ έγραψες Ιστορία» του είπε.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, πάλι, αν και δηλωμένος υπέρμαχος του διαχωρισμού Εκκλησίας –Κράτους (είχε μάλιστα δεσμευθεί στη ΔΕΘ του 2009 ότι θα τον κάνει πράξη ως πρωθυπουργός), δεν πρόλαβε να πολεμήσει την Εκκλησία. Βρέθηκε απέναντι στο αντιμνημονιακό μέτωπο.

Παλιός κυβερνητικός που έχει λάβει μέρος σε διαπραγματεύσεις με την Ιεραρχία, πάντως, όταν ερωτάται «για ποιο λόγο καμία κυβέρνηση δεν προχώρησε στον διαχωρισμό;» απαντά ελαφρώς κυνικά. Το σκεπτικό του είναι πως αν η Εκκλησία δεν χρηματοδοτείται από το κράτος, δεν θα ελέγχεται κιόλας από το κράτος. «Και θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιηθεί» . Ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Παρότι παραβλέπει πως ορισμένοι ιεράρχες παραμένουν τόσο μετριοπαθείς, ώστε ενώπιον του ποιμνίου να παρακαλούν τον «Εσταυρωμένο Χριστό να σαπίσει το χέρι του Φίλη αν υπογράψει διατάγματα αθεΐας».