αίρομαι και συγκινούμαι που αυτή την εβδομάδα συμπληρώνω τα 45 συναπτά έτη από τον Οκτώβριο του 1971 στις φιλόξενες στήλες του «Βήματος» και στη συνέχεια των «ΝΕΩΝ» αδιαλείπτως, αδέσμευτος κατέθεσα τις κριτικές μου αποτιμήσεις για τη θεατρική παραγωγή. Και χαίρομαι διπλά γιατί η επέτειος συμπίπτει με την κριτική μου προσέγγιση ενός νεοελληνικού έργου και μάλιστα μιας χαρισματικής μου μαθήτριας στο Λύκειο, της Μαριάννας Κάλμπαρη. Και για να τελειώνω με τους προλόγους: το νεοελληνικό έργο υπήρξε για μένα μισόν αιώνα τώρα ένας από τους σκοπούς που με οδήγησαν στο δύσβατο πεδίο της κριτικής. Και οφείλω να το αναγνωρίσω, ο Καμπανέλλης και η συγγραφική γενιά του και οι νεότεροι μου αναγνώρισαν τον αγώνα να αναδυθεί στην επιφάνεια της πνευματικής μας και καλλιτεχνικής μας ζωής η συγκομιδή που έως τότε ελάνθανε ή είχε υποτιμηθεί. Κυρίως ένιωσα την ευγνωμοσύνη των μεγάλων μαστόρων της Επιθεώρησης, γιατί με δεδομένη τη λατρεία μου στο είδος ήμουν ο πρώτος θεσμικός κριτικός μετά τον Φώτο Πολίτη (κάθετα αρνητής του είδους) που έγραψα κριτικές για το κατ’ εξοχήν ελληνικό θεατρικό υβρίδιο. Τέλος οι πρόλογοι, αλλά συνήθως αισθάνεται κανείς λόγω ηλικίας την ανάγκη των απολογισμών.

Το νεοελληνικό θέατρο και οι συγγραφείς που το προίκισαν με κείμενα μετά την Επανάσταση του 1821, από την πρώτη απόπειρα να αρθρωθεί θεατρικός λόγος σε μια χώρα που για 400 χρόνια είχε θεατρικά αποκοπεί (και λόγω Βυζαντίου και λόγω Τουρκοκρατίας –δύο οντότητες που ακολούθησαν την εντολή της Βίβλου μέσω των εντολών του Θεού στον λαό του: «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα»), ακούμπησε επάνω στην ευρωπαϊκή παράδοση. Κι όμως, από την πρώτη στιγμή η βαθιά συνείδηση της ελληνικής ιστορίας απαίτησε να χρησιμοποιηθεί το θέατρο ως εργαλείο αυτοσυνειδησίας, κριτικής των θεσμών, ανάδυσης στο πεδίο της καταγγελίας των πολιτικών και ηθικών και οικονομικών ηθών, της παθογένειας που έφερνε στο νεότευκτο κράτος κακές συνήθειες, στρεβλώσεις, ιδιοτέλειες, μίση και ουτοπικούς φανφαρονισμούς.

ΝΥΣΤΕΡΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ. Από τα πρώτα πρωτότυπα έργα μετά την ίδρυση του νεοελληνικού μορφώματος κράτους συγγραφείς όπως ο Βυζάντιος, ο Χουρμούζης, ο Ραγκαβής, ο Αγγελος Βλάχος, ο Σοφοκλής Καρύδης, ο Αλέξανδρος Σούτσος έβαλαν τον Ελληνα ως άτομο και ως πολίτη στο χειρουργικό τραπέζι και με το νυστέρι της σάτιρας ή της κωμωδίας ηθών δεν άφησαν ασχολίαστο κανένα ελάττωμα. Βεβαίως είχαν ως πρότυπα τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση, του Μακιαβέλι, του Ρουτζάντε, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Γκόγκολ, του Σέρινταν, των ισπανών ηθογράφων.

Αλλά με την αφομοιωτική δεινότητα που είχαν τότε οι έλληνες λόγιοι (στις μέρες μας δυστυχώς κατάντησε βλακώδης μαϊμουδισμός κάθε ξενικής μπούρδας, άκριτα) χρησιμοποίησαν τα καλούπια της δοκιμασμένης παράδοσης του ευρωπαϊκού μοντέλου αλλά «η γέμιση» ήταν τα κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά καρκινώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Το ευτύχημα είναι πως τους πρώτους εκείνους τολμητίες ακολούθησαν και οι επερχόμενες γενιές συγγραφέων που μάλιστα δημιούργησαν και μοναδικά και ακραιφνώς ελληνικά θεατρικά υβριδικά είδη: το δραματικό ειδύλλιο, το κωμειδύλλιο και την επιθεώρηση. Ο Κορομηλάς, ο Βερναρδάκης, ο Ψυχάρης, ο ιδιοφυής Καπετανάκης, ύστερα ο Ξενόπουλος, ο Μελάς, ο Χορν γράφουν έργα στα οποία αναλύονται οι όροι, κοινωνικοί, ιστορικοί, οικονομικοί, που ενισχύουν ή προκαλούν την κοινωνική ανισότητα, την απάτη, την ανειλικρίνεια, το ταξικό μίσος, την αδικία, το εύκολο κέρδος, την κρυψίνοια, την υποκρισία, την καταπίεση –κρατική και ενδοοικογενειακή –κτλ.

Μέσα σε δυσμενείς για την ελευθερία του λόγου συνθήκες (Κατοχή, Εμφύλιος κτλ.) άξιοι συγγραφείς, ο Ψαθάς, ο Καγιάς, ο Λιδωρίκης, ο Σακελλάριος, ο Γιαννακόπουλος, ο Τσιφόρος, ο Γιαλαμάς, ο Πρετεντέρης, ο Γ. Ρούσσος, ο Περγιάλης, ο Κ. Κοτζιάς, ο Ρώτας, ο Τσεκούρας, ο Ιωαννόπουλος, ο Κουνελάκης, ο Μάτσας, ο Ασημακόπουλος, ο Πατατζής, ο Κορρές, έγραψαν κοινωνική σάτιρα και κοινωνική ανατομία, στηλιτεύοντας την ανάπηρη εκπαίδευση, τη χωλαίνουσα δικαιοσύνη, την κερδαλεόφρονα ιατρική, την άναρχη ανοικοδόμηση, τη σπιουνιά, τη συκοφαντία, την τοκογλυφία, τον μαυραγοριτισμό, την εκλογική απάτη και την κομματική φενάκη.

Και ακολούθησαν ο ιδιοφυής Καμπανέλλης και η γενιά του και οι επίγονοι. Ηταν η εποχή που μέσα στην ψεύτικη ευφορία αλλά και στις αγκυλώσεις ενός συστήματος που επώαζε και την τυραννίδα έπεσε η λεοντή, φάνηκε η γύμνια των φρούδων ελπίδων και η δανειοσυντήρητη βιομηχανία εξοχικών κατοικιών, σκυλάδικων και πτυχίων ευκαιρίας.

Η γενναία αυτή γενιά συγγραφέων που βρήκε στέγη κατ’ αρχήν στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, στο Εθνικό Θέατρο, αλλά κυρίως μετά το 1970 στα θεατρικά σχήματα νέων πρωτοπόρων (Παπαγεωργίου, Αντωνίου, Βουτέρης, Αρμένης, Μαργαρίτης, Βογιατζής, Βαγενά, Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη, Νικολαΐδης, Χαραλαμπίδης, Βραχωρίτης στον Βόλο) χαρτογράφησαν τη νεοελληνική ηθική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και αισθητική παθογένεια.

Ενα από τα συνταρακτικότερα έργα αυτής της εποχής είναι τα «Κομμάτια και θρύψαλα» του Γιώργου Σκούρτη. Εργο σπονδυλωτό, μια σειρά μονοπράκτων που αποκάλυπταν το στόμιο ενός εθνικού τούνελ που οδηγούσε κάπου (αλλά πού;) στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι.

Ο τόπος έβγαινε από τη δικτατορία και ξαναΰφαινε στον αργαλειό την ίδια παλιά κουρελού. Παντού κυριαρχεί ό,τι από το 1944 διαπίστωνε ο Σεφέρης: «Η ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων».

Το «Κομμάτια και θρύψαλα» ήταν μια αριστουργηματική παράσταση του Κουν. Το έργο το ανέβασε ξανά πρόσφατα ο Αρμένης στο Θέατρό του και φάνταζε 30 χρόνια μετά τραγικά επίκαιρο. Η Μαριάννα Κάλμπαρη, μαθήτρια του Θεάτρου Τέχνης και ύστερα από έξοχες σπουδές διευθύντρια καλλιτεχνική του Θεάτρου Τέχνης, έγραψε το «Αλμανάκ» συνειδητά νομίζω, θέλοντας να δηλώσει πως τα «Θρύψαλα» έχουν συνέχεια «εδώ και τώρα». Με καίριο λόγο, αξιοθαύμαστα ζωντανό και δραστικό, έγραψε σκηνές σαν αυτονόητη συνέχεια των εικόνων απελπισίας του Σκούρτη, μόνο που προσέθεσε ένα είδος τραγικού χορού μεταξύ των ρεαλιστικών ηθογραφικών σκηνών, όπου σχολιάζονται και υπομνηματίζονται συχνά διδακτικά τα δρώμενα.

Το έργο πρωτοπαίχτηκε πριν από τρία χρόνια στο Θέατρο Τέχνης, τώρα όμως στο Στούντιο Μαυρομιχάλη μια ομάδα νέων και ταλαντούχων νέων ηθοποιών (που από τα βιογραφικά τους διαπιστώνω πως είναι κυρίως μαθητές του σπουδαίου ηθοποιού και δασκάλου Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου) και με σκηνοθέτη επίσης έναν πρωτοεμφανιζόμενο οργανωτή ομάδας και ηθοποιό, τον Κωνσταντή Μπαρμπούρη στήνουν μια αξιοσημείωτη αισθητική και ιδεολογική γροθιά στα μούτρα όλων των έκπτωτων θεσμών αυτού του έρμου τόπου: οικογένεια, θρησκεία, εργασία, αλληλεγγύη, παιδεία, σεβάσμια γηρατειά.

Χωρίς τερτίπια, χωρίς «τάχα μου», χωρίς φιοριτούρες, με λόγο μουσικό και συναισθηματικά φορτισμένο, με υποκριτικό εργαλείο τη γλώσσα και το σώμα – σήμα νοημάτων οι εννέα ηθοποιοί, γυναίκες και άνδρες υποστηρίζουν ένα ευθύβολο κείμενο και το προτείνουν επιθετικά. Αφού τονίσω άλλη μια φορά την αίσθηση ομάδας με κοινούς στόχους που διέκρινα, άρα και την ικανότητα του Μπαρμπούρη να το εγγυηθεί, παραθέτω χωρίς διάκριση τα εννέα ικανά όργανα μιας υποκριτής ορχήστρας που παίζει χωρίς φάλτσα. Αυτά τα παιδιά θα πάνε μπροστά: Μαρία Βασιλοπούλου, Ελενα Γιαννακάκη, Ορέστης Ζακυνθινός, Θάνος Καπρέλης, Γιώργος Λαμπρόπουλος, Βέρα Μακρομαρίδου, Κωνσταντής Μπαρμπούρης, Σοφία Σαμαρά, Ιωάννα Τριανταφυλλίδη.

Σκηνοθεσία:

Κωσταντής Μπαρμπούρης

Βοηθός σκηνοθέτη:

Μαρία Βασιλοπούλου

Κοστούμια:

Αμαλία Καραμπά

Μουσική:

Παύλος Κατσιβέλης

Φωτισμοί:

Κωσταντής Μπαρμπούρης

Παίζουν:

Μαρία Βασιλοπούλου, Ελενα Γιαννακάκη, Ορέστης Ζακυνθινός, Θάνος Καπρέλης, Γιώργος Λαμπρόπουλος, Βέρα Μακρο-μαρίδου,Σοφία Σαμαρά, Ιωάννα Τριανταφυλλίδη

Πού:

Στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια,

τηλ.210-6453.330) κάθε Τρίτη στις 21.00, έως 27/12