Πλαστικές καρέκλες, καφάσια, αρκουδάκια, κομμάτια συρματοπλέγματος, κουβάδες και άδειες γλάστρες, όπλα και λάστιχα αυτοκινήτων. Ενας τυπικός σκουπιδότοπος ή μήπως ο «σκουπιδότοπος» του πλανήτη, εκεί όπου ζουν οι ανεπιθύμητοι – απόβλητοι του δυτικού «πολιτισμένου» κόσμου; Η πρώτη υποψία που θα οδηγήσει στη σωστή απάντηση έρχεται αμέσως μόλις εμφανίζεται η μικροκαμωμένη μαύρη Κονσολάτ Σιπέριους. Μια 27χρονη κοπέλα που γεννήθηκε στο Μπουρούντι. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έγινε μάρτυρας της σφαγής της οικογένειάς της από τους Χούτου (εκείνη ανήκει στους Τούτσι) και κατάφερε να σωθεί όταν κρύφτηκε πίσω από μια φτέρη. Οταν έγινε έξι ετών υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι στο Βέλγιο κι από Ντισαΐμπα μετονομάστηκε Κονσολάτ. Κι αφού χρειάστηκε χρόνια για να συνειδητοποιήσει ότι είναι μαύρη, καθώς δεν υπήρχε κανείς άλλος να ταυτιστεί στο βελγικό χωριό όπου ζούσε και είχε συνηθίσει να την αντιμετωπίζουν ως αξιόθεατο (κι ως μπαμπούλα, όπως λέει), βρήκε τον δρόμο της και την ταυτότητά της μέσω του θεάτρου.

Είναι η ιστορία της μιας από τις δύο ηρωίδες της παράστασης «Συμπόνια. Η ιστορία του οπλοπολυβόλου» που σκηνοθετεί ο 40χρονος αιρετικός Ελβετός Μίλο Ράου –το καλοκαίρι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών είδαμε το επίσης δικό του «Dark Ages» –και η οποία κατάφερε αν όχι να ρίξει μια μπουνιά στο στομάχι του κατάμεστου θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου παρουσιάστηκε για μια και μόνο βραδιά στο πλαίσιο των 51ων Δημητριών (σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης), οπωσδήποτε να προβληματίσει τους θεατές που έσπευσαν να δουν την παράσταση του βερολινέζικου θεάτρου Σαουμπίνε, το οποίο διευθύνει ο Τόμας Οστερμάγερ κι έχει αποκτήσει το δικό του κοινό στην Ελλάδα.

Δύο μονόλογοι επί σκηνής. Πρώτη η Κονσολάτ, που έχει ήδη στο ρεπερτόριό της κλασικούς ρόλους όπως της Αντιγόνης και της Ηλέκτρας, εδώ καλείται να ερμηνεύσει τον εαυτό της. Να μοιραστεί με το κοινό την προσωπική της ιστορία, καθώς η συγκεκριμένη παράσταση που έχει παρουσιαστεί ώς τώρα τουλάχιστον 50 φορές από τον περασμένο Ιανουάριο ανήκει στην κατηγορία του θεάτρου – ντοκουμέντου, καθώς εκτός της δικής της μαρτυρίας περιλαμβάνει και υλικό από συνεντεύξεις που κληρικών, στρατιωτικών, προσφύγων, μελών μη κυβερνητικών οργανώσεων. Και για να ενισχυθεί η αίσθηση του ντοκουμέντου, της καταγραφής της μαρτυρίας, πολλές φορές οι δυο πρωταγωνίστριες –ο λόγος των οποίων δεν συναντάται ποτέ καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης –δεν απευθύνονται απλώς στο κοινό όπως στο συμβατικό θέατρο, αλλά στέκονται και ενώπιον μιας κάμερας η οποία παρουσιάζει τα πρόσωπά τους σε κοντινό πλάνο, σαν να προβάλλεται επί σκηνής ένα ντοκιμαντέρ.

Η ΑΦΡΙΚΗ ΜΕ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ. Δεύτερη –η οποία διατηρεί και τη μερίδα του λεόντος, όπως άλλωστε και οι λευκοί στη διαχείριση του πλανήτη –η Ελβετή Ουρσινά Λαρντί ως δασκάλα και μέλος μη κυβερνητικής οργάνωσης. Βλέπει την Αφρική με τα μάτια της Δύσης. Κρατά στα χέρια της φωτογραφίες: από τον χάρτη της Κω ώς τον μικρό νεκρό Αϊλάν στις τουρκικές ακτές. Εξηγεί πως το στήσιμο ενός καταυλισμού προσφύγων είναι ευκολότερο από την οργάνωση μιας συναυλίας των AC/DC. Μιλά με την ασφάλεια που της δίνει το γεγονός ότι είναι μια λευκή –στην τοπική αφρικανική διάλεκτο, στα σύνορα του Κονγκό, για να περιγράψουν τον λευκό χρησιμοποιούν τη λέξη αργόσχολος –ανάμεσα σε μαύρους. Για το πώς μπορεί ο Μπετόβεν κι ο Στράους να λειτουργήσουν σαν ωτασπίδες ώστε να μην ακούει τα ουρλιαχτά των γυναικών που βιάζονται λίγα μέτρα πιο κει. Παραδέχεται ότι ο Θεός είναι ανίσχυρος να βοηθήσει. Οτι υπάρχουν ΜΚΟ με αστεία ονόματα. Και λίγο πριν φύγει από την Αφρική, από ένα στρατόπεδο που ουσιαστικά προσέφερε προστασία σε ανθρώπους που είχαν εγκληματήσει, όπως λέει, σηκώνει το μπλε φόρεμά της κι ουρεί επί σκηνής πάνω σε μια κονγκολέζα φίλη της –κάτι που της επιβάλλεται ώστε να καταφέρει η ίδια να διαφύγει ασφαλής και να επιστρέψει στην Ελβετία. Εκεί που οι φίλοι της δεν θα καταλάβαιναν τι είδε και τι βίωσε και θα έπρεπε με γιόγκα να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες και τις νευρασθενικές αντιδράσεις που της είχε αφήσει ως κληρονομιά η παραμονή της στην Αφρική.

Και η συμπόνια; Πού βρίσκεται η συμπόνια; Κρυμμένη πίσω από τις ενοχές της Ουρσινά; Την παραδοχή της ότι δεν είναι παρά ένας Οιδίποδας που γνώριζε εξαρχής τι συμβαίνει κι ας προσποιούνταν άγνοια; «Η παράσταση είναι χτισμένη πάνω στον κυνισμό κι έχει σκοπό να αναδείξει και τον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και το τι δείχνουν τελικά. Είναι σημαντικό το πώς κινητοποιεί τους θεατές και τους ωθεί να αναρωτηθούν ποια είναι η θέση του στην κοινωνία» μας εξηγούσε λίγες ώρες πριν από την ελληνική πρεμιέρα η Κονσολάτ Σιπέριους στο φουαγέ του θεάτρου.

Κι ήταν εκείνη –το κορίτσι που οι γονείς το επέλεξαν, όπως η ίδια λέει με πικρό χιούμορ, από «έναν κατάλογο ΙΚΕΑ για παιδιά», αλλά στους οποίους δεν κρατάει κακία για τις όποιες δυσκολίες πέρασε μαζί τους καθώς «δεν υπάρχει εγχειρίδιο για να γίνει κάποιος γονιός» –που σήμανε το φινάλε της παράστασης, η οποία διήρκεσε δύο ώρες παρά ένα τέταρτο και κέρδισε το αβίαστο και ένθερμο χειροκρότημα του κοινού, σηκώνοντας ψηλά μια πινακίδα που έγραφε «Fin» («Τέλος») ενώ ακούγονταν παιδικά γέλια, όπως εκείνα που συχνά αποτελούν «χαλί» στις τηλεοπτικές διαφημίσεις διεθνών οργανισμών και οργανώσεων που επιχειρούν να συγκεντρώσουν χρήματα για όσους υποφέρουν τόσο μακριά από την άνεση και την ασφάλεια του καναπέ μας.