«Πραγματικό και άμεσο κίνδυνο» χαρακτηρίζει με δηλώσεις του στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (ECTC) Μανουέλ Ναβαρέτε Πανιάγκουα το ενδεχόμενο σύροι μετανάστες που βρίσκονται στην Ευρώπη να καταστούν ευάλωτοι στη ριζοσπαστικοποίηση και να γίνουν στόχος εξτρεμιστών στρατολόγων του ΙSIS. Η διαπίστωση του ισπανού ειδικού, ο οποίος συντονίζει το σύνολο των επιχειρήσεων της ΕΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας υπό την ομπρέλα της Europol, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα μετά την ανεξέλεγκτων διαστάσεων τελευταία κλιμάκωση των εντάσεων στους προσφυγικούς καταυλισμούς σε Λέσβο και Χίο, αλλά και τη συνεχή άνοδο του αριθμού των εγκλωβισμένων μεταναστών στην Ελλάδα.

Κατά την Europol, Ελλάδα, Τουρκία και Ιταλία θεωρούνται οι κυριότερες χώρες διέλευσης γεννημένων στην Ευρώπη τζιχαντιστών από και προς τη Συρία και το Ιράκ. Ως εκ τούτου οι προσφυγικές διαδρομές βρίσκονται στο στόχαστρο της Europol ως πιθανές οδοί παρείσδυσης ξένων μαχητών και επίδοξων τρομοκρατών στην Ευρώπη παρά την καθησυχαστική δήλωση του Πανιάγκουα ότι «δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι τρομοκράτες έχουν κάνει χρήση των προσφυγικών ροών για να εισέλθουν απαρατήρητοι στην Ευρώπη». Η περίπτωση δύο εκ των δραστών των επιθέσεων στο Παρίσι δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Αλλωστε, σχετική έκθεση του οργανισμού κάνει λόγο για ύποπτες περιπτώσεις όπου τρομοκράτες προσπάθησαν να εισέλθουν στην Ευρώπη χρησιμοποιώντας πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα. Στη βάση δεδομένων της Europol βρίσκονται καταχωρισμένα πάνω από 5.000 ονόματα ατόμων με διασυνδέσεις με το Ισλαμικό Κράτος, εκ των οποίων το ένα τρίτο εκτιμάται ότι έχει επιστρέψει στην Ευρώπη.

Πράκτορες της Europol στην Ελλάδα

Ηδη έχουν αρχίσει να φτάνουν στη χώρα μας από την έδρα της Europol στη Χάγη οι πρώτοι αποσπασμένοι αξιωματούχοι προκειμένου να πραγματοποιούν δευτερογενείς ελέγχους ασφαλείας στα κέντρα φιλοξενίας μεταναστών. Στόχος τους είναι να εντοπίζουν εάν μεταξύ των μεταναστών και των προσφύγων υπάρχουν άτομα με στοιχεία καταχωρισμένα στη βάση δεδομένων του ευρωπαϊκού οργανισμού ως ύποπτα για συμμετοχή σε δίκτυα τζιχαντιστών.

«Υπάρχει κάθε λόγος να περιμένουμε ότι μαχητές του ISIS, τρομοκράτες εμπνευσμένοι από το ISIS ή άλλη ομάδα τρομοκρατών υποκινούμενη από κάποια θρησκεία θα διαπράξουν νέα τρομοκρατική επίθεση στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Γαλλία με στόχο μαζικές απώλειες άμαχου πληθυσμού» τονίζει κατηγορηματικά ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού αντιτρομοκρατικού κέντρου λαμβάνοντας υπόψη, ασφαλώς, και τα χαρακτηριστικά των πιο πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων εντός και εκτός ευρωπαϊκών χωρών. «Στην απειλή αυτή πρέπει να προστεθούν οι επιθέσεις μοναχικών λύκων, ενδεχόμενο το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται» παρατηρεί ο Πανιάγκουα, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο επιθέσεων εναντίον και «άλλων κρατών μελών της ΕΕ στο εγγύς μέλλον» δεδομένης της στροφής του ΙSIS προς «μια ευρύτερη παγκόσμια στρατηγική επιθέσεων».

Η µεθοδολογία των ισλαµιστών

Οι αλλαγές στη στρατηγική αλλά και στο modus operanti των τρομοκρατών είναι συνεχείς, δυσχεραίνοντας τον εντοπισμό και την καταπολέμηση των τρομοκρατικών οργανώσεων. «Οι πυρήνες των τρομοκρατών που λειτουργούν σήμερα στην ΕΕ είναι σε μεγάλο βαθμό εγχώριες ή τοπικού επιπέδου» εξηγεί ο Πανιάγκουα. Και συνεχίζει λέγοντας ότι το θρησκευτικό στοιχείο στη στρατολόγηση των ξένων μαχητών και στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης έχει αντικατασταθεί από περισσότερο κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η πίεση από ομότιμους, η υιοθέτηση υποδειγματικών ρόλων ή οι σκέψεις συμμετοχής σε κάτι σημαντικό και συναρπαστικό. «Οι κομάντος αυτοκτονίας βλέπουν τους εαυτούς τους περισσότερο ως ήρωες παρά ως μάρτυρες μιας θρησκείας» τονίζει.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις των τζιχαντιστών δείχνουν ότι «το ΙSIS διαθέτει την ικανότητα να χτυπά κατά βούληση οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε επιλεγμένο στόχο» αποκαλύπτει ο αξιωματούχος με εκτενή εμπειρία σε αντιτρομοκρατικές δράσεις τόσο στη Europol όσο και στην ισπανική Guardia Civil, όπου θήτευσε ως ανώτατος αξιωματικός πριν μεταβεί στη Χάγη. Παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιθέσεων ο Πανιάγκουα θεωρεί ότι όλες είναι «εξίσου θανατηφόρες». Η επίθεση της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι έγινε από εγχώριους τρομοκράτες με την υποστήριξη δραστών που είχαν επιστρέψει από εμπόλεμες ζώνες. Στις Βρυξέλλες η επίθεση έγινε από ομάδα τοπικών τρομοκρατών ενώ υπάρχουν οι επιθέσεις που γίνονται από μεμονωμένα άτομα με ρίζες από Μέση Ανατολή ή Βόρεια Αφρική, όπως της Νίκαιας, ενώ αρκετοί έχουν διαγνωστεί με ψυχικά προβλήματα ή ποινικό μητρώο.

Ακόμη «σημαντικότερη απειλή στο εγγύς μέλλον» αποτελεί, σύμφωνα με έκθεση της Europol, το ενδεχόμενο τρομοκρατικές ομάδες να αποκτήσουν πρόσβαση σε παράνομα όπλα μέσω μαύρης αγοράς εξαιτίας «της διαθεσιμότητας παράνομων όπλων σε χώρες που γειτνιάζουν με την ΕΕ, ιδίως στην Ουκρανία και τα Δυτικά Βαλκάνια, όπως και στις ζώνες συγκρούσεων». Αλλά και η πιθανότητα ενός νέου modus operandi με ισχυρότερη διάσταση στον κυβερνοχώρο αποτελεί μία ακόμη σοβαρή απειλή η οποία θα προσδώσει νέες δυνατότητες επιθέσεων.

Τα ελληνικά ίχνη της τροµοκρατίας

Σημαντική πηγή ανησυχίας για τη Europol αποτελεί, επιπλέον, η αύξηση των επιθέσεων από ακροδεξιούς εξτρεμιστές, ανησυχία που αφορά άμεσα και την Ελλάδα. «Οι επιθέσεις από ακροδεξιούς εξτρεμιστές οι οποίοι κυριαρχούνται από αισθήματα κατά των μεταναστών και κατά του Ισλάμ έχουν αυξηθεί σε ορισμένα κράτη της ΕΕ» παρατηρεί ο Πανιάγκουα. Την περασμένη χρονιά καταγράφηκαν 9 επιθέσεις σε Γαλλία και Ελλάδα ενώ ένα έτος νωρίτερα δεν είχε σημειωθεί καμία. Σύμβολα του Ισλάμ και κέντρα φιλοξενίας αποτελούν τους κυριότερους στόχους των ακροδεξιών εξτρεμιστών, επισημαίνεται σε έκθεση της Europol. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι «εξτρεμιστικές ομάδες στην Ελλάδα πραγματοποίησαν επιθέσεις με τη χρήση κυρίως εύφλεκτων υγρών, αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και αυτοσχέδιων εκρηκτικών – εμπρηστικών συσκευών». Επίσης επισημαίνεται ότι «κατά τη διάρκεια έρευνας οι ελληνικές Αρχές εντόπισαν παράνομα αποθέματα με σημαντικές ποσότητες πυροβόλων όπλων, εκρηκτικών (εκτοξευτών ρουκετών), εμπορικών εκρηκτικών υλών, αυτοσχέδιων εκρηκτικών, εκρηκτικών υλών και υλικών βομβών έτοιμων να χρησιμοποιηθούν σε επιθέσεις». Διαπίστωση η οποία φαίνεται να αποκλίνει από το γενικότερο συμπέρασμα της Europol ότι είναι χαμηλή ακόμη η πιθανότητα βίαιων επιθέσεων στην ΕΕ από ακροδεξιούς εξτρεμιστές.