Παλαιός κοινοβουλευτικός καταμέτρησε πέντε προ ημερησίας διατάξεως συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών για τη διαπλοκή και τη διαφθορά, τουλάχιστον από την περίοδο Σημίτη. Δίπλα σε αυτές είναι μάλλον αμέτρητες οι φορές που το ίδιο θέμα άνοιξε, με σκληρές καταγγελίες, ως υποενότητα σε άλλες συζητήσεις στη Βουλή, πρωτίστως σε προτάσεις μομφής ή σε κυρώσεις μεγάλων έργων –συνεπώς, ο πόλεμος περί διαπλοκής και διαφθοράς μάλλον αποτελεί κοινοβουλευτική ρουτίνα και οι περισσότεροι στον άξονα κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτό το πλαίσιο εντάσσουν και τη σημερινή συζήτηση των αρχηγών στην εθνική αντιπροσωπεία. Αλλωστε, μόλις συμπληρώθηκε ένα εξάμηνο από τη προηγούμενη μονομαχία Αλέξη Τσίπρα – Κυριάκου Μητσοτάκη με το ίδιο αντικείμενο. Την περασμένη άνοιξη αυτό που είχε μείνει όταν έσβησαν τα φώτα στην Ολομέλεια, ήταν το αίτημα του νέου αρχηγού της ΝΔ για άμεση προσφυγή στις κάλπες, στον απόηχο και ενός δημοσκοπικού γαλάζιου προβαδίσματος που είχε αρχίσει να γίνεται ευδιάκριτο.

Σε Μαξίμου και Πειραιώς δεν προετοιμάστηκαν για έναν πόλεμο με τριαντάφυλλα στη σημερινή συζήτηση –εκατέρωθεν τα επιτελεία αφήνουν να εννοηθεί ότι η σκληρότητα της μάχης ίσως να μην έχει προηγούμενο. Η προϊστορία, ωστόσο, επιτρέπει σε αρκετούς βουλευτές να κρατούν μικρό καλάθι, προεξοφλώντας ότι και η σημερινή συζήτηση θα αναλωθεί σε μια μάχη εντυπώσεων. Από κυβερνητικής πλευράς, πάντως, η σφοδρή μετωπική σύγκρουση δείχνει να αποτελεί τη μοναδική επιλογή, αφού τη συζήτηση επεδίωξε ο Πρωθυπουργός σε μια προσπάθεια φθινοπωρινής αντεπίθεσης που ήταν δύσκολο να ξεκινήσει από το ίδιο βήμα, δύο εβδομάδες νωρίτερα, με φόντο την Παιδεία. Είναι προφανές ότι ο Αλέξης Τσίπρας επέστρεψε στη διαπλοκή, με τη βεβαιότητα ότι εξακολουθεί να αποτελεί προνομιακό πεδίο για τον κυβερνητικό συνεταιρισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και θα στριμώξει την αντιπολίτευση. Τον περασμένο Μάρτιο δεν προέκυψαν πολιτικά οφέλη από το εγχείρημα.

Εις το όνομα του πατρός

Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος στα πολιτικά αλώνια περί διαφθοράς και διαπλοκής κρατά σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, ενώ η λέξη έχει βρει τη θέση της και στα ετυμολογικά λεξικά με ένα πολιτικό νόημα –ως «αόρατο πλέγμα συμφερόντων, αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό». Στη βάση αυτή σχεδόν ταυτίστηκε και με τη διαφθορά, αν και νομικά δεν υπάρχει απαραιτήτως αλληλεξάρτηση. Επειδή η ζωή κύκλους κάνει και στην πολιτική, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σχεδόν υποχρεωμένος να υπογράψει κι αυτός ένα νέο μανιφέστο κατά της διαπλοκής, για εσωκομματικούς και οικογενειακούς λόγους, έστω κι αν τη σημαία κατά της διαπλοκής επιχειρεί να υψώσει ψηλά ο Τσίπρας. Τα δικαιώματα για την πατρότητα του όρου και την εισαγωγή του στο πολιτικό λεξιλόγιο διεκδικεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος απέδωσε το 1993 στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» την πτώση της κυβέρνησής του και την επίσπευση των εκλογών.

Σε εκείνη την αρχική φάση η διαπλοκή συνδεόταν κατά βάση με τα δημόσια έργα και τις προμήθειες και όχι με το τηλεοπτικό τοπίο. Εν μέσω μιας πολύμηνης πολιτικής θύελλας και σεισμικών εσωκομματικών δονήσεων, που είχαν οδηγήσει και στη δημιουργία της Πολιτικής Ανοιξης από τον Αντώνη Σαμαρά, το κατηγορώ Μητσοτάκη στα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» έδειχνε περισσότερο ως άλλοθι για την καταβύθιση της κυβέρνησης από τον Παντσαβόλτα (υπόθεση ΑΓΕΤ – Ηρακλής), τον Μαυρίκη (υποκλοπές) και το σχέδιο πώλησης του ΟΤΕ. Εκτοτε και για περισσότερο από δέκα χρόνια η μάχη κατά της διαπλοκής έγινε σημαία από τη ΝΔ –που άλλαζε αρχηγούς και μέχρι το 2004 ένιωθε φυλακισμένη στην αντιπολίτευση.

Μέχρι τις ημέρες του Αλέξη Τσίπρα η ορολογία παραμένει σταθερή, αλλά το περιεχόμενο μεταλλάσσεται. Τη δεκαετία του ’90 και με φόντο κυρίως τις ψηφιακές παροχές του ΟΤΕ, σχεδόν αναπόφευκτα τα διαπλεκόμενα συνδέθηκαν και με σύγκρουση επιχειρηματικών συμφερόντων, με βασικούς πόλους τους ομίλους Κόκκαλη και Βαρδινογιάννη. Στην πορεία, η διαπλοκή περιέγραφε τη διασύνδεση της κρατικής μηχανής με τα επιχειρηματικά συμφέροντα –μια γραμμή καταγγελίας που υιοθέτησε η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, με τη συνέργεια και του Συνασπισμού υπό τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, καθ’ όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη και των μεγάλων έργων που συνδέονταν και με την προετοιμασία τω Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η τραυματική εκλογική ήττα του 2000 ήταν το έναυσμα για να αρχίσει να ταυτίζει ο τότε αρχηγός της ΝΔ τη διαπλοκή και με το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και γενικότερα τα ΜΜΕ.

Κεμπάπ και επανάσταση

Σε μια σχεδόν μονοθεματική αντιπολίτευση, επί τέσσερα χρόνια για τον Καραμανλή ο Σημίτης ήταν «αρχιερέας της διαπλοκής», ενώ την ώρα της εισόδου της χώρας στη ζώνη του ευρώ, η ΝΔ πρωτοστατούσε σε μια μάχη κατά του «εθνικού προμηθευτή», του «εθνικού εργολάβου» και του «εθνικού εκδότη», στοχοποιώντας Κόκκαλη, Μπόμπολα και Λαμπράκη, αντίστοιχα. Οι ομιλίες Καραμανλή στη Βουλή με «διευθύνσεις και ονόματα» προβάλλονταν ως επίδειξη ισχύος και εχέγγυο ακηδεμόνευτης αντιπολίτευσης, η οποία σε κυβερνητικό επίπεδο πραγματώθηκε το φθινόπωρο του 2004 με τη νέα ρητορική κατά των «νταβατζήδων» και τον νόμο για τον βασικό μέτοχο. Ο νόμος που βασιζόταν στις συνταγματικές προβλέψεις της Αναθεώρησης του 2000 ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2005. Το ποσοστό του βασικού μετόχου ορίστηκε στο 1% και το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε σε όλα τα συγγενικά πρόσωπα και τα ιδρύματα που σχετίζονταν μαζί του. Το νομοθετικό εγχείρημα οδήγησε σε κυβερνητικό στραπάτσο στις Βρυξέλλες και τροποποιήθηκε το 2007, ενώ μια δήλωση μεταμέλειας για τις προσωπικές επιθέσεις στον Σημίτη ήρθε από τον Καραμανλή όταν η δική του κυβέρνηση απολογούνταν για τα δομημένα ομόλογα και πνιγόταν στο Βατοπέδι.

Πάντως, η έκρηξη Καραμανλή δίπλα στα κεμπάπ του Μπαϊρακτάρη –«Δεν μπορεί πέντε νταβατζήδες και ξένα κέντρα να εξουσιάζουν την πολιτική ζωή της χώρας» –φαίνεται να καθοδηγεί και τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έχει απονείμει τα εύσημα στον πρώην πρωθυπουργό από το βήμα της Βουλής, επιδιώκοντας να περιορίσει τον ζωτικό χώρο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Από την πλευρά Τσίπρα στο παιχνίδι της διαπλοκής μπήκαν και οι τράπεζες, δημιουργώντας πλέον ένα τρίγωνο που συνδέει τα ΜΜΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα και τις δανειοδοτήσεις των κομμάτων (κατά προτίμηση, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ). Με το τρίπτυχο αυτό στην κορυφή της επιχειρηματολογίας του για το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών αναμένεται να εμφανιστεί και σήμερα στη Βουλή, όπως προεξοφλείται και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αντεπιτεθεί με καταγγελίες για τη δημιουργία μιας «νέας διαπλοκής» από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι κωδικές λέξεις Καλογρίτσας και Τράπεζα Αττικής θα ξεχωρίσουν στο γράφημα της σημερινής μονομαχίας.