Στη δημοκρατία η τήρηση των συνταγματικών κανόνων δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητη και απαρέγκλιτη. Πόσω μάλλον όταν αφορούν ζητήματα που κατοχυρώνουν και διασφαλίζουν τη διάκριση των εξουσιών.

Από την άποψη αυτή προκαλεί έκπληξη και απορία η εκφρασθείσα, από πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, διάθεση να παραταθεί το όριο συνταξιοδότησης από τα 67 στα 70 έτη.

Ασφαλώς, υπάρχει το επιχείρημα πως τα όρια ηλικίας στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερα. Οπως υπάρχει και το πρότυπο του αμερικανικού «Σαπρίμ Κορτ». Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζονται από τον Πρόεδρο και εγκρίνονται από τα νομοθετικά σώματα, ενώ η θητεία τους είναι ισόβια.

Παρ’ όλα αυτά, η παράταση μιας θητείας που, για το συγκεκριμένο πρόσωπο λήγει τον προσεχή Ιούνιο, δίνει την εντύπωση μιας προσωπικού χαρακτήρα διευθέτησης. Αλλά και μιας μεθόδευσης που οδηγεί σε διαιώνιση συγκεκριμένων συσχετισμών στα ανώτατα δικαστήρια. Εν πολλοίς πρόκειται για μια ad hoc ρύθμιση. Και μάλιστα, ενώ η επιταγή του συνταγματικού νομοθέτη είναι απολύτως σαφής. Δεν μπορεί να αλλάξει με απλό νόμο.

Ολα αυτά επιτείνουν την αίσθηση ότι η χοροεσπερίδα θεσμών και προσώπων, την οποία εδώ και καιρό παρακολουθούμε, συνεχίζεται –αν το στροβίλισμα δεν γίνεται και εντονότερο. Ο κίνδυνος είναι να έχουμε παραπατήματα.