Δεν τους φαίνεται, όμως η συνάντησή τους ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Ακόμα κι αν η νιότη του ενός περιλάμβανε μαθητεία στα πανηγύρια που εμφανιζόταν ο πατέρας του ο Ψαραντώνης, ενώ του άλλου συναυλίες με την αυστραλέζικη noise μπάντα People with chairs up their noses. Κάπου στα τέλη του 1980, ο ένας πήγε με το λαούτο του στην Μελβούρνη και αφού έπαιξε με τους πρωτοποριακούς Xylouris Ensemble, άκουσε τον άλλον να παίζει ντραμς όπως κανείς. Τελικά ο Γιώργος Ξυλούρης βρέθηκε κάμποσες φορές και στη σκηνή των Dirty Three του Τζιμ Γουάιτ και το 2009 πια, στο All Tomorrow’s Parties του Νικ Κέιβ, του ζήτησε εκείνος να παίξουν ζωντανά.

Το αποτέλεσμα ήταν και για τους δύο απολαυστικό. «Από τις πρώτες μας συμπράξεις, βρίσκαμε έναν κοινό μουσικό χώρο για να κινηθούμε μαζί, μιλώντας με τα μάτια» θυμάται σήμερα ο Ξυλούρης. «Από τότε ακουγόμασταν δυνατοί και πλήρεις. Δεν είχε να κάνει με τα όργανα –δεν ταιριάζει το λαούτο με τα ντραμς, ούτε το μαντολίνο με τα συνθεσάιζερ. Είχε να κάνει με τους ανθρώπους. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, οι Xylouris White προέκυψαν φυσικά».

«ΚΑΤΣΙΚΙΣΙΟ» ΑΛΜΠΟΥΜ. Το πρώτο τους άλμπουμ «Goats» του 2014 είχε χαρακτηριστεί από τον Ξυλούρη «κατσικίσιο», γιατί ισορροπούσε σε εδάφη απρόβλεπτα: με ένα λαούτο κι ένα σετ ντραμς γεφύρωνε με δαιδαλώδη ή αιθέριο τρόπο την κρητική μουσική και την post-punk, την τζαζ, το ροκ. Είχε παιχτεί ζωντανά σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας μέχρι και σωματικές επιδράσεις στο κοινό –ειδικά σε ελληνικό έδαφος οι κυκλωτικοί χοροί εμφανίζονταν συχνά.

Ισως γι’ αυτό το ολόφρεσκο «Black Peak» είναι και πιο ευαίσθητο, αλλά και πιο στιβαρό· πιο δομημένο αλλά και πιο συμμετοχικό, πλήρες φωνητικών. Τα στακάτα ριφ του λαούτου στο «Forging», ο επώδυνα αργόσυρτος «Erotokritos» ή τα σπειροειδή κρουστά του «Short Rhapsody» δεν αφήνουν αμφιβολία: «Οι στίχοι και η χορευτικότητα ήταν μια αναπόφευκτη κίνηση προς τα εμπρός όπως αναπτύσσεται ένα τραγούδι, την οποία όμως ελέγχουμε εμείς» λένε οι δύο μουσικοί. Σε μια συνθήκη, συμπληρώνουν, τόσο σωματική όσο και πνευματική, που επηρεάζεται ακόμα και από το venue ή το κοινό. Υπάρχει άραγε κάτι που μένει απαράλλακτο; «Ο ρυθμός» αποκρίνονται. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον ρυθμό».

Κάτι τέτοια πρέπει να εντόπισε και ο Γκι Πιτσιότο, ο αλλοτινός κιθαρίστας των αμερικανών απογόνων του hardcore, Fugazi, που αρέσκεται στις διηγήσεις του Ξυλούρη για τα πολύωρα κρητικά πανηγύρια και που έκανε την παραγωγή και του «Goats» και του «Black Peak». Ειδικά στο δεύτερο οι φαινομενικά ανορθόδοξες συμμετοχές συμπληρώνονται και με τον Bonnie Prince Billy, όχι όμως ότι παρόμοιες συμπράξεις κλωτσάνε πλάι, ας πούμε σε εκείνη του Ψαραντώνη.

Ο Πιτσιότο είναι εν μέρει υπεύθυνος: «Ανοίγει δρόμο μέσα στο υλικό, ξεχωρίζοντας τα καλά στοιχεία κι έχει πολλά να πει για κάθε κομμάτι» επισημαίνουν Ξυλούρης και Γουάιτ. Ετσι κι αλλιώς, η μουσική τους, αν και ενίοτε συστημένη με τη γενικευτική ταμπέλα της λεγόμενης world music, γοητεύει ένα κοινό συνήθως ανεπηρέαστο από εντοπιότητες ή άλλες ταξινομήσεις. «Η εθνικότητα δεν παίζει κανένα ρόλο» λένε και οι δύο. «Μας ακούει κόσμος που αρέσκεται σε όλα τα είδη και δεν μας εκπλήσσει –κι εμείς προσπαθούμε να μην τυποποιούμαστε. Εχουμε παίξει σε φεστιβάλ έθνικ, τζαζ, ροκ, πανκ ή πειραματικά. Το κοινό, είτε Ελληνες, είτε Αμερικανοί, είτε οτιδήποτε, απολαμβάνουν να βρίσκονται μαζί».

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ. Με έναν παρόμοιο τρόπο απολαμβάνουν κι εκείνοι την συνύπαρξή τους σε κάθε συναυλία. Από τα λιγότερο προφανή highlight μιας εμφάνισής τους είναι ο τρόπος που συνεννοούνται με τα μάτια: «Συμβαίνει εύκολα και ανενόχλητα, αν και κάθε επικοινωνία επηρεάζεται από την ατμόσφαιρα, τον κόσμο, ή από τις περιπτώσεις που συνομιλώ με τον εαυτό μου, που είναι ίσως δύσκολο να στραφώ προς κάποιον άλλο» λέει ο Ξυλούρης.

Ερωτώμενος για όσα απολαμβάνει στον συνεργάτη του, ο Τζιμ Γουάιτ κάνει λόγο για μια μουσική παράδοση «που συνδέεται με τα πάντα γύρω της, που έχει ιστορία αλλά και ιστορίες και πάθος, που επικεντρώνεται στον ρυθμό παρασέρνοντας και εμένα, με έναν τρόπο που βγάζει νόημα αλλά και που με κάνει να αναστοχάζομαι τι είναι μουσική και τι είναι τραγούδι».

Δεν είναι, επομένως, πολύ παράξενο που και ο Κρητικός και ο Αυστραλός πιστεύουν ο ένας για τον άλλον ότι είναι «αρχέγονος αλλά και πρωτοποριακός». Ούτε ακούγεται πολύ αισιόδοξη η πίστη τους ότι η μουσική, η κάθε μουσική, μπορεί ακόμα να φέρει κοντά ανθρώπους και πολιτισμούς. «Δεν έχει να κάνει με θρησκείες και έθνη» σχολιάζουν. «Ανήκει στους λαούς. Αυτούς θέλουμε να φέρουμε πιο κοντά. Θέλουμε να παίζουμε για τους ξεριζωμένους και για όσους πονάνε. Για να τους δώσουμε χαρά».