«Η υπηρέτρια»: Τίποτα πιο απωθητικό από την εικόνα των ανδρών στην τελευταία ταινία του Παρκ Τσαν Γουκ που έπειτα από μια όχι και τόσο πετυχημένη απόπειρα μεταγραφής του ύφους του σε δυτικό καμβά («Stoker») επιστρέφει, μεταφέροντας αυτή τη φορά ένα μυθιστόρημα της Σάρα Γουότερς που, με το έργο της, ερευνά αυτό που πολλοί αποκαλούν «αποκλίνοντα ερωτισμό», εστιάζοντας, ορθώς, στην πολιτική του διάσταση.

Καθόλου παράξενο που τράβηξε την προσοχή του Παρκ Τσαν Γουκ, ο οποίος με το «Lady Vengeance» είχε πατήσει πάνω στα ίδια χνάρια. Με την «Υπηρέτρια» όμως επιχειρεί μια, αισθητικά, μοναδική σύζευξη: στο φιλμικό του αφήγημα ανακαλύπτεις το σκοτάδι της βικτωριανής μυθοπλασίας, την τρυφερότητα των αδελφών Μπροντέ, αλλά και όλες εκείνες τις κινηματογραφοφιλικές αναφορές (από τον Ντάριο Αρτζέντο μέχρι τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ) που με την πλαστικότητά τους υπογραμμίζουν ακόμα πιο έντονα τις σημάνσεις του μύθου.

Η πιο αποφασιστική επέμβαση του σκηνοθέτη επί του πρωτότυπου υλικού είναι και η πιο ουσιαστική: η ιστορία μεταφέρεται εδώ στην Κορέα του 1930, κατά την περίοδο της ιαπωνικής κατοχής, όπου μια νέα κοπέλα προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια σε μια γιαπωνέζα κληρονόμο που ζει μια μοναχική ζωή σε ένα μεγάλο κτήμα στην ύπαιθρο, παρέα με τον αυταρχικό της θείο. Μόνο που η υπηρέτρια έχει ένα μυστικό: μισθωμένη από έναν απατεώνα, έχει αναλάβει να αποπλανήσει την κληρονόμο για να της αρπάξει την περιουσία. Ελα όμως που οι δυο γυναίκες θα ερωτευθούν. Και, ενωμένες, θα εναντιωθούν στην ψυχική κατοχή των μοχθηρών αρσενικών.

Ο διάχυτος ερωτισμός, ο οποίος μάλιστα κορυφώνεται σε μια ερωτική σκηνή που αφήνει μίλια πίσω της την αντίστοιχη στη «Ζωή της Αντέλ», υπάρχει εδώ, όχι μόνο προς τέρψιν των θεατών (είναι τουλάχιστον αστείο να προσποιούμαστε πως ο Παρκ Τσαν Γουκ δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό το κομμάτι), αλλά και για τον υπερθεματισμό αυτής της πολιτικής διάστασης, έστω κι αν οι αφελείς στιγμές δεν απουσιάζουν («τουλάχιστον θα πεθάνω με το πέος μου άθικτο» ακούγεται κάποια στιγμή στο φιλμ –εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο!).

Πάντως ας είστε προετοιμασμένοι. Οχι για την ακραία βία (που εδώ δεν είναι δα και τόσο έντονη) ούτε για τη σεξουαλική διαχυτικότητα των ηρωίδων. Αλλά για την ηθική καθαρότητα των πράξεών τους που συγκρούεται με την αισθητική ομορφιά του φιλμ. Κάθε καρέ αποτελεί μια αξιοθαύμαστη εικαστική σύνθεση που, διά της ομορφιάς της, σχεδόν σε υπνωτίζει: όταν οι (υπέροχες) Κιμ Τάι-Ρι και Κιμ Μιν-Χι ενώνονται ενάντια στο κοινό «κακό», έχουν πια μεταμορφωθεί σε δυνάμεις της φύσης. Οποιες κι αν είναι οι αντιρρήσεις μας (η επαγωγή του αισθητικού κομματιού στο διαλεκτικό «χάνει» στη μετάφραση, ενώ δεν απουσιάζει μια κάποια φιλμική φλυαρία), δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε το τελικό αποτέλεσμα.

Βαθμοί: 7