Το βλέπω να συμβαίνει εδώ και τρεις μέρες. Δύο κόσμοι χωριστά. Από τη μια, γονείς να κλείνουν με αλυσίδες και λουκέτα τις πόρτες σχολείων ώστε να αποκλείσουν την πρόσβαση στα προσφυγόπουλα. Και από την άλλη, μικροί μαθητές να υποδέχονται στις τάξεις τους τα «παιδιά του πολέμου» με χειροκροτήματα, ακορντεόν και μπαλόνια. Ξέρω ότι, διαδικαστικά, αυτό είναι έως και τυχαίο αποτέλεσμα, ανάλογα με την επικρατούσα τάση στους συλλόγους γονέων. Τι είναι όμως αυτό που ανοίγει τέτοιο χάσμα ανάμεσα σε ανθρώπους της ίδιας, πάνω – κάτω, ηλικίας, οικονομικής και κοινωνικής τάξης; Ανάμεσα στη «Μαρία από τη Σπάρτη» και τον «Ορέστη από τον Βόλο»; Ανθρωποι που γιορτάζουν με τον ίδιο τρόπο τα Χριστούγεννα, που έχουν γευτεί τα ίδια φαγητά, που έχουν κολυμπήσει στις ίδιες θάλασσες, που έχουν ερωτευτεί με τα ίδια τραγούδια; Σε ποια καμπή της συνείδησης συμβαίνει αυτό το «στρίψιμο της βίδας» που στέλνει τα παιδιά του ενός να χειροκροτήσουν και του άλλου δεν τα στέλνει καθόλου στο σχολείο για να μη μολυνθούν από τα προσφυγόπουλα; Και πώς θα εξαργυρωθούν στο μέλλον αυτές οι υποθήκες στις ψυχές των παιδιών;

Στο ομώνυμο μυθιστόρημά του ο Χένρι Τζέιμς, αναφερόμενος στον εκφαυλισμό των παιδιών, αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και την αλληλεπίδραση της παιδικής διαστροφής και της αθωότητας. Παρουσιάζει το θαυμαστό και το παράδοξο καταγράφοντας, απλώς, την αντανάκλασή τους στην ευαισθησία. Γι’ αυτό και στον πύργο του μυθιστορήματος, όπως και στα δημοτικά της χώρας αυτές τις μέρες, «τα παιδιά διασώζονται όσο κρατούνται μακριά από τα φαντάσματα».