Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και η υιοθέτηση συγκεκριμένων ρυθμίσεων για το δημόσιο χρέος είναι τα δύο απαραίτητα βήματα που θα επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης των χωρών της ευρωζώνης ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να βγει για δανεισμό στις αγορές. Με τα λόγια αυτά, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ σκιαγράφησε χθες ένα περιβάλλον δύσκολων προϋποθέσεων, προκειμένου να γίνει πραγματικότητα ο υψηλότερος στόχος της κυβέρνησης, δηλαδή, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι η ένταξη στο πρόγραμμα του Μάριο Ντράγκι θα σηματοδοτήσει την αντιστροφή της πορείας της οικονομίας καθώς θα καλλιεργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στις αγορές. Και πράγματι, οι εκπρόσωποι των αγορών έχουν κατ’ επανάληψιν πει ότι θα σπεύσουν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα μόνο αν έχει προηγηθεί η ένταξή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οπως το περιέγραψε, όμως, χθες ο Μπενουά Κερέ, ο δρόμος μέχρι να φτάσουμε ώς εκεί θα είναι ανηφορικός, ενώ κρίσιμος, αν όχι απαραίτητος, θα είναι ο ρόλος του ΔΝΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι το υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος συμφώνησε με την άποψη Σόιμπλε ότι η συμμετοχή του Ταμείου θα προσδώσει αξιοπιστία στο πρόγραμμα. Ετσι, παρ’ ότι η ΕΚΤ θα κάνει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, θα είναι δύσκολο να υποστηρίξει διαφορετική άποψη από αυτήν του ΔΝΤ.

Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ. Ο Κερέ περιέγραψε χθες στο Ευρωκοινοβούλιο τον σχεδιασμό εξόδου της Ελλάδας από το Μνημόνιο, με έξοδο στις αγορές, ει δυνατόν πριν από την εκπνοή του το 2018, όπως είπε. Απευθυνόμενος προς τα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, δήλωσε αισιόδοξος για την τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος «υπό τον όρο βεβαίως ότι όλοι θα κάνουν αυτά που υποσχέθηκαν πως θα κάνουν».

Οπως επεσήμανε, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς «συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους». Ηδη, είπε, βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση στο πλαίσιο του Eurogroup για τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που είναι αναγκαία.

«Προσβλέπουμε σε μια λύση που θα μπορεί να καθησυχάσει τις αγορές, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε ό, τι αφορά τη δυναμική του δημόσιου χρέους, να επιτρέψει την πλήρη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα –κάτι που θα ενισχύσει την αξιοπιστία του προγράμματος» επισήμανε ο Κερέ.

Αναφερόμενος στις «σημαντικές μεταρρυθμίσεις» που έχουν ήδη συντελεστεί στη χώρα συμπεριέλαβε τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών. Ωστόσο, υπενθύμισε πως τα ποσοστά των κόκκινων δανείων είναι ακόμα πολύ μεγάλα (49% τον Ιούνιο του 2016), τα μεγαλύτερα στην ευρωζώνη μετά την Κύπρο. Για την προστασία της πρώτης κατοικίας σημείωσε πως δεν μπορεί να ισχύσει εσαεί, και ότι η προστασία των ασθενέστερων μπορεί να γίνει μέσω του κράτους πρόνοιας και όχι μέσω της προστασίας των ακινήτων, κάτι που, όπως τόνισε, εμποδίζει την ομαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος και συνεπώς την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη.

ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ. Επίσης, ανέφερε πως η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί και η εξάρτησή τους από τη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ έχει μειωθεί σε περίπου 78 δισ. Ο Κερέ επισήμανε, ωστόσο, πως η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μπροστά τις σημαντικές προκλήσεις που μπορούν αντιμετωπιστούν μόνο με σταθερή εφαρμογή των συμφωνημένων και ισχυρή πολιτική υποστήριξη από όλους τους εμπλεκομένους στο ελληνικό πρόγραμμα. Ερωτηθείς, τέλος, από τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη αν αληθεύουν πληροφορίες για εντάσεις ανάμεσα στους θεσμούς, οι οποίες μάλιστα οξύνθηκαν στη διάρκεια μυστικής συνάντησης προ ημερών στην Ουάσιγκτον, ο Μπενουά Κερέ απάντησε χαρακτηριστικά ότι «αν ήσασταν παρών σε αυτή τη συνάντηση οι ανησυχίες σας θα είχαν καθησυχαστεί». Συνέχισε δε λέγοντας πως αυτού του είδους οι συναντήσεις είναι τακτικές –σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση –και οι όποιες διαφωνίες είναι φυσιολογικές αλλά στο τέλος αίρονται. Ως προς την παρουσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα επανέλαβε πως τη θεωρεί αναγκαία, υποστηρίζοντας μάλιστα πως κακώς δεν ενεπλάκη περισσότερο στο ελληνικό ζήτημα εκτός από το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.