Κανείς δεν θα είχε μάθει τίποτε. Οπως κανείς μέχρι στιγμής δεν έχει μάθει τίποτε απ’ όσα έχουν διαμειφθεί στις μυστικές διασκέψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτή η απόσταση θα είχε διαφυλαχθεί αν ο πρόεδρος του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου δεν εξέθετε ο ίδιος του δικαστές «του» στο διακεκαυμένο «κλίμα» της πολιτικής συγκυρίας.

Ο εύκολος τρόπος είναι να δει κανείς τον Νικόλαο Σακελλαρίου ως μέρος της πολιτικο-δικαστικής διαμάχης για τις τηλεοπτικές άδειες. Ομως οι χειρισμοί του έδωσαν στην αντιπαράθεση περιωπή τέτοιου θεσμικού κλονισμού ώστε η επίδικη διαφορά να περνάει σε δεύτερη μοίρα.

Δεν είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς την κλιμάκωση αυτών των χειρισμών. Πρώτα ο πρόεδρος του ΣτΕ ανέστειλε την απονομή της δικαιοσύνης επικαλούμενος το κοινωνικό κλίμα. Και στη συνέχεια υπερθεμάτισε, αποκαλύπτοντας στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου Αττικού ότι θεωρεί κιόλας καθήκον του να δικάζει «πιάνοντας» αυτό το κλίμα.

Πρώτα διέκοψε τη διάσκεψη των δικαστών «του». Και αμέσως μετά έσπευσε να διαπραγματευθεί τον μισθό του με έναν από τους διαδίκους της διαφοράς που είχε να δικάσει. Γιατί, τι άλλο είναι ο Πρωθυπουργός από διάδικος στη δίκη για τον διαγωνισμό των αδειών; Τι άλλο από διάδικος που, από θέση ισχύος –από θέση βροχοποιού του πολιτικού κλίματος –είχε υπαγορεύσει στο ΣτΕ μέχρι και το σκεπτικό με το οποίο όφειλε να τον δικαιώσει;

Οχι, το πρόβλημα που κινητοποιεί για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης δεν είναι η φόρτιση της υπόθεσης των αδειών. Ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δικάσει και ξαναδικάσει υποθέσεις τόσο και περισσότερο εύφλεκτες –χωρίς τις περισσότερες φορές να μπορεί να κατηγορηθεί ότι πυροδοτεί με τις αποφάσεις του πολιτικές εξελίξεις.

Το πρόβλημα τώρα είναι ότι στην κορυφή της Δικαιοσύνης έχουν διοριστεί πρόσωπα που αντιλαμβάνονται –και εξηγούν δημοσίως –τον ρόλο τους, σαν να μην είναι εξοικειωμένοι με τη βιβλιογραφία των δύο – τριών τελευταίων αιώνων. Σαν να μην είναι φορείς της θεσμικής μνήμης (τουλάχιστον) της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.

Ο Σακελλαρίου δεν έχει άδικο που ανησυχεί ότι η Δικαιοσύνη είναι ευάλωτη στο «κλίμα». Είναι κατ’ εξοχήν ευάλωτη στις σκοπιμότητες όσων επιλέγουν τις κεφαλές του Σώματος. Ευάλωτη στην πολιτική κουλτούρα ενός Πρωθυπουργού, που πιστεύει ότι όλες οι εξουσίες πρέπει να ασκούνται περίπου δημοψηφισματικά. Ευάλωτη και στην ευλογία της Εκκλησίας, όταν της επιτρέπεται να χειροτονεί δικαστικούς λειτουργούς.

Σύμπτωμα μιας μεγάλης κλιματικής αλλαγής είναι και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣτΕ. Καρπός ενός πολιτικού θερμοκηπίου που διαψεύδει εμπράκτως την ιστορική αισιοδοξία ότι οι δημοκρατίες είναι προορισμένες μόνο να προοδεύουν. Οτι τάχα τα θεμέλιά τους, αφού τεθούν, δεν κινδυνεύουν από τήξη.