Οταν οι τηλεοπτικοί αστέρες κυνηγάνε την επικαιρότητα, η επικαιρότητα κυνηγάει την Ελένη Μενεγάκη. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος στα καινούργια επεισόδια της «Μενεγακειάδας», ενός τηλεοπτικού έπους που εξελίσσεται εδώ και είκοσι πέντε χρόνια με πρωταγωνίστρια την πιο διάσημη και αγαπητή σταρ στην Ελλάδα μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Στην πιο αμήχανη στιγμή της ελληνικής τηλεόρασης, όταν οι γενικοί δείκτες θεαματικότητας πέφτουν (και όχι μόνο λόγω του κυβερνητικού αλαλούμ με τις τηλεοπτικές άδειες), η Μενεγάκη επανατοκίζει τη φήμη της κάνοντας στάση στο Μαξίμου. Ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού Νίκος Καρανίκας έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα του κυβερνώντος κόμματος και σε ένα είδος «καρτούν του Διαδικτύου», αποκλειστικά λόγω του εκπεφρασμένου αχαλίνωτου θαυμασμού του για την παρουσιάστρια. Η πρόσφατη συνέντευξή του άλλωστε –που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν ήταν συνέντευξη αλλά φιλική συζήτηση –στο περιοδικό «Down Town» στην οποία παραλληλίζει τη σχέση ανάμεσα στην «Ελένη των φτωχών» και το κοινό της με το έργο της κυβέρνησης, λέγεται ότι του κόστισε τη συμμετοχή του στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.

Παράλληλα, η Μενεγάκη πάτησε, συμβολικά, τα εξυμνηθέντα από τον πρωθυπουργικό σύμβουλο μποτάκια της και στη Βουλή. Την ημέρα της συζήτησης για τη διαπλοκή όταν ο Νίκος Παππάς αναφέρθηκε υπαινικτικά σε αυτήν ως «τηλεπερσόνα» μιλώντας για τις καταγγελίες που έκανε ο Δημήτρης Κοντομηνάς την ημέρα που «εισέβαλε» στην εκπομπή της. Ο πρόεδρος του Alpha ξέρει καλύτερα από τον καθένα ότι το γκανιάν του είναι ένα «μέσον» που μπορεί να μοσχοπουλήσει οποιοδήποτε προϊόν. Ακόμη και αν το «προϊόν» είναι η κόντρα του με την κυβέρνηση λόγω των τηλεοπτικών αδειών.

Αποτέλεσμα όλων αυτών: στη συγκέντρωση των παραπληγικώνέξω από το Μαξίμου άκουσα, στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, κάποιον να φωνάζει: «Εσείς μόνο με τη Μενεγάκη ασχολείστε».

Αυτό το χάρισμα του Μίδα που μετατρέπει ό,τι αγγίζει σε μπεστ σέλερ –από πολιτικά σκάνδαλα μέχρι κραγιόν και ψωμιά του τοστ –είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους την αποκαλούν φαινόμενο. Οχι όμως ο βασικός. Η μοναδικότητά της έγκειται στο ότι έχει κατορθώσει να επιβάλει τους όρους της στη διασημότητα και στη δημοσιότητά της. Να ανατρέψει τη συνθήκη της ανθρωποφαγίας που υπέστη όταν, πριν ακόμη αποκτήσει το δεύτερο παιδί της, σε κουτσομπολίστικες εκπομπές έψαχναν σε ζωντανή μετάδοση έξω από το σπίτι της τα σκουπίδια της για να διαπιστώσουν, από την ύπαρξη ή μη ειδών γυναικείας προσωπικής υγιεινής, αν είναι έγκυος. Η Ελένη από τότε πήρε το παιχνίδι στα χέρια της και πλάσαρε το «τίποτα», όσον αφορά την προσωπική ζωή και την καθημερινότητά της, ως το άπαν. Τα τελευταία χρόνια δείχνει μόνο όσα εκείνη θέλει να δείξει και το κοινό νομίζει ότι τα έχει δει όλα. Οι εκατοντάδες φωτογραφίες της με σακούλες από σουπερμάρκετ και βιολογικές λαϊκές αγορές χόρτασαν την ανάγκη του για «κλειδαρότρυπα» και με τη φαντασία του συμπλήρωσε το υπόλοιπο τοπίο. Πώς το κατάφερε αυτό; Με το θράσος της τσαπερδόνας; Με το ένστικτο του παίκτη που, εκ των συνθηκών, είναι αναγκασμένος να παίξει εξ αρχής τα ρέστα του; Με ένα είδος αταβιστικής συνοικιακής σοφίας; Με την άγνοια κινδύνου της ξανθιάς αφέλειας; Οι ειδικοί της δημόσιας εικόνας ας βρουν την ποσόστωση.

Με αυτή τη μυστική συμφωνία λοιπόν ανάμεσα στην ίδια και το κοινό, όσα θέλει να ξέρουμε για εκείνη τα ξέρουμε πολύ καλά. Και όσα δεν ξέρουμε δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Ετσι, η αναπαραγωγή των γεγονότων της ζωής της γίνεται στις δημόσιες κουβέντες περίπου ως απάντηση στην ερώτηση: «Εσύ πού ήσουν όταν χώριζε η Μενεγάκη;» Ή, «Τι έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όταν δημοσιεύτηκαν οι πρώτες φωτογραφίες της με τον Μάκη Παντζόπουλο;». Προσωπικά, για παράδειγμα, θυμάμαι ότι ήταν Παρασκευή απόγευμα. Η τελευταία του Ιανουαρίου του 2010. Η οικονομική κρίση ήταν ήδη μια ορατή απειλή που πάσχιζε να εξωραΐσει η περίπου εκατό ημερών κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Δεν θυμάμαι ποια ακριβώς πρωθυπουργική δήλωση περίμενε ο διανοούμενος συνάδελφος του πολιτικού ρεπορτάζ όταν, καθώς σερφάριζε στο κομπιούτερ του, αναφώνησε: «Ρε σεις, χωρίζει η Μενεγάκη από τον Λάτσιο». Σπεύσαμε όλοι γύρω του να διαβάσουμε την επίσημη ανακοίνωση του διαζυγίου που είχε συντάξει η ίδια μαζί με τον πρώην σύζυγό της. Σβήνοντας την τιμή της δημοσιότητάς της, δεν θα μπορούσε κανείς να την υποτιμήσει. Και έτσι, διέσωσε την αξία της. Η καρμική –ας την πούμε έτσι –σχέση της με την ειδησεογραφία και την επικαιρότητα καταγράφηκε, άλλη μία φορά, λίγους μήνες αργότερα. Αμέσως μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΔΝΤ, την ημέρα της μεγάλης διαδήλωσης και του εμπρησμού της Μαρφίν με τους τρεις νεκρούς, κυκλοφόρησε το περιοδικό που δημοσίευσε για πρώτη φορά φωτογραφίες της με τον νέο άνδρα στη ζωή της.

Η Ελένη από τότε έγινε ο παπαράτσι του εαυτού της τροφοδοτώντας τα σόσιαλ μίντια με αφοπλιστικά καρέ της εκθαμβωτικής ομορφιάς της (σαν να έχει κι αυτή καταπιεί προβολέα όπως έλεγαν για την Αλίκη). Δίνοντας, σε συνέχειες, στο κοινό της το λαϊκό ανάγνωσμα της ζωής της, πήγε το «κορίτσι της διπλανής πόρτας» έναν δρόμο παραπάνω. Το έκανε το «όνειρο της παραδιπλανής μεζονέτας». Τόσο πετυχημένα που, καμιά φορά, αναρωτιέμαι αν αυτή η βασίλισσα της ουτοπίας υπάρχει ή η ίδια έχει επινοήσει τον εαυτό της.