ι αντιπαραθέσεις ξεκίνησαν ήδη από τις αίθουσες της Σουηδικής Ακαδημίας: «Μήπως διευρύνετε την έννοια της λογοτεχνίας;» ρωτούσε ένας δημοσιογράφος, απηχώντας ίσως και τα περσινά σχόλια για τη βράβευση του δημοσιογραφικού λόγου της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Τα σόσιαλ μίντια δεν έμειναν αμέτοχα: η συγγραφέας Τζόντι Πίκουλτ αστειεύτηκε ότι θα μπορούσε να κερδίσει κι εκείνη ένα Γκράμι, ενώ ο Ιρβιν Ουέλς, παρότι φαν, έβλεπε σε όλα αυτά μια «άρρωστη νοσταλγία», υπαγορευμένη από «μερικούς γεροντικούς, ασυνάρτητους χίπις». Ο Στίβεν Κινγκ δήλωνε «εκστασιασμένος», ενώ ο Σαλμάν Ρούσντι έφτανε μέχρι τον Ορφέα, από την εποχή του οποίου τραγούδι και ποίηση συνδέονται στενά. Κάποιος πιο αιχμηρός έγραφε ότι το νέο ήταν «απολύτως αναμενόμενο τη μέρα που πέθανε ο Ντάριο Φο», ακόμα πιο σίγουρα όμως το νέο ήταν κάτι τετελεσμένο: από χθες και με την Ακαδημία να κάνει λόγο για τη δημιουργία «νέων ποιητικών εκφράσεων εντός της μεγάλης αμερικανικής τραγουδιστικής παράδοσης», το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το 2016 ανήκει στον Μπομπ Ντίλαν.

Οχι ότι η επιλογή δεν ήταν ριζοσπαστική. Σε εκείνη την ερώτηση περί λογοτεχνίας, ο δημοσιογράφος είχε πάρει για απάντηση μια αναφορά στο τραγούδι «The times they are a changin’», ένα κλείσιμο του ματιού ασυνήθιστο σε τέτοιες περιπτώσεις. Και εδώ που τα λέμε, μόλις είχε τιμηθεί με Νομπέλ Λογοτεχνίας κάποιος που αφού γεννήθηκε ως Ρόμπερτ Αλεν Ζίμερμαν, αφού μεγάλωσε στο Χίμπινγκ της Μινεσότα και έπαιξε σε κάμποσες μπάντες, αφού παράτησε τις σπουδές του, στη συνέχεια, αντί να σχεδιάσει ένα μυθιστόρημα ή κάποια ποιητική συλλογή, έφτασε τον Ιανουάριο του 1961 στη Νέα Υόρκη για χάρη του Γούντι Γκάθρι. Ξεκινώντας μια επιδραστική μεν, μουσική δε πορεία. Αποκλειστικά; «Ηταν καταχείμωνο όταν έφτασα» διηγιόταν ο ίδιος στο βιβλίο «Η ζωή μου» (Μεταίχμιο, μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου). «Το κρύο ήταν ανελέητο και όλες οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης ήταν πνιγμένες στο χιόνι, εγώ όμως είχα ξεκινήσει από τον κρυσταλλιασμένο Βορρά, από μια μικρή γωνιά της γης όπου τα σκοτεινά χιονισμένα δάση και οι παγωμένοι δρόμοι δεν με τρόμαζαν. Μπορούσα να υπερβώ τα όρια. Δεν γύρευα χρήματα ούτε αγάπη. Ημουν σε πλήρη εγρήγορση, ήμουν πεισματάρης και ανυποχώρητος, ανεδαφικός και επιπλέον οραματιστής. Είχα τα μυαλά μου τετρακόσια και δεν χρειαζόμουν την επιβεβαίωση κανενός».

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ ΜΠΑΛΖΑΚ. Τα πράγματα λοιπόν δεν ήταν απλά. Αρκετά πριν από το 1962, όταν δηλαδή ο Ντίλαν έπαιζε σε διαδηλώσεις τραγούδια σαν το «Only a pawn in their game», και χρόνια πριν από το 1966, όταν κατηγορούνταν ως «Ιούδας» απλώς επειδή εγκατέλειπε τις αρχές τού φολκ κινήματος για χάρη του ηλεκτρισμού, εκείνος αναζητούσε κι έβρισκε τους λόγους για να διαμαρτυρηθεί, για να στραφεί έπειτα στον εαυτό του, για να αναγεννηθεί ως χριστιανός, για να ψηλαφίσει το ανθρώπινο μωσαϊκό της χώρας του ή για να ομολογήσει υπαρξιακή άγνοια, χρησιμοποιώντας πάντως τη λογοτεχνία για χάρη της μουσικής και τη μουσική για χάρη της ποίησης. Διάβαζε από μικρός και διάβαζε πολύ. Για τον Θουκυδίδη παρατηρούσε ότι «είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε από την εποχή του ώς τη δική μου». Για τον Κλαούζεβιτς και το «Περί πολέμου» σημείωνε πως «όταν διατείνεται ότι η πολιτική έχει αντικαταστήσει την ηθική και ότι η πολιτική είναι κτηνώδης βία, δεν αστειεύεται». Κατά τη γνώμη του, ο Μπαλζάκ είναι «αρκετά αστείος» και «η φιλοσοφία του ξεκάθαρη κι απλή, λέει βασικά ότι ο καθαρός υλισμός είναι τρέλα». Αλλα ονόματα στη βιβλιοθήκη του (ή σε εκείνες των σπιτιών που τον φιλοξενούσαν) ήταν του Ρεμπό, του Σοφοκλή, του Ντίκενς, του Μπρεχτ, του Κέρουακ, του Πάουντ και του Ελιοτ, του Μπάιρον, του Λεοπάρντι, του Πούσκιν και του Ντοστογέφσκι, αλλά και του Θαδδαίου Στίβενς, του Τέντι Ρούζβελτ και τόσων άλλων. Τα ποιήματα του Ντίλαν Τόμας, ικανά να αλλάξουν το ίδιο του το όνομα, λέγεται ότι δεν τα αποχωρίστηκε ποτέ.

Κάπως έτσι, σε δίσκους όπως οι «Blonde on blonde», «John Wesley Harding», «Blood on the tracks» ή «Desire», σε έργα ποιητικής πρόζας όπως το «Tarantula» ή στα απομνημονεύματά του, εν μέσω ατυχημάτων με τη μοτοσικλέτα, περιπετειών με ναρκωτικά, ασταμάτητων περιοδειών όπως η Never Ending Tour και φυσικά αμέτρητων βραβείων και πωλήσεων, ο άνθρωπός μας τραγουδούσε και τραγουδάει για ανθρώπους της μεθορίου, για τον Μπίλι τον Χασάπη, για μοναχικούς αλήτες που ταξιδεύουν στα τρένα, για τον Moondog, για θαλασσοπόρους και πλανόδιους θιάσους, για την Κλόι Κιλ, την Τζοάνα, για ανώνυμους στρατιώτες του αμερικανικού εμφυλίου, για μαύρους πυγμάχους, για πεινασμένους εργάτες, για, για, για… Επηρεασμένος από Μπέκετ, Κιτς, Σαίξπηρ, ευαγγελιστές –τα «Chimes of freedom», «Visions of Johanna» ή «Tangled up in blue» είναι μερικά μόνο δείγματα. Πότε γελάει πικρά με όλα όσα βλέπει, πότε αποζητά τη δικαιοσύνη, πότε αγωνιά για το όνειρο που πήρε τη θέση του εφιάλτη, πότε παραδίνεται απλώς στις απολαύσεις της γλώσσας. Αποδεικνύει ότι η ροκ σύμπραξη μουσικής και στίχων μπορεί να είναι μια σημαντική μορφή τέχνης.

ΑΤΟΠΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ. Εδώ ολόκληρος Μπόρχες πίστευε ότι ένα καλό ποίημα δεν επιτρέπει στον εαυτό του να διαβαστεί χαμηλόφωνα, ότι η ποίηση πάντα θυμάται ότι ήταν προφορική τέχνη πριν γίνει γραπτή. Ο Ντίλαν το ξέρει και συχνά αφήνεται στη μυστικιστική επιρροή του προφορικού λόγου, ακόμα και όταν περιγράφει καθαρές εικόνες. Ισως λοιπόν ενδεχόμενα διλήμματα για το αν είναι τραγουδοποιός ή ποιητής, για το αν η Σουηδική Ακαδημία ξεπέρασε τα όρια ή τα θόλωσε (για χάρη μιας Αμερικής που στις επικείμενες εκλογές κινδυνεύει να ξεχάσει τον καλό της εαυτό ή για χάρη της μειούμενης δημοτικότητας του θεσμού των Νομπέλ) να είναι άτοπα. Υπάρχουν ποιητικές ανθολογίες που περιλαμβάνουν τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη (του Βασίλη Βασιλικού) και υπήρξαν δημιουργοί (ο Χρήστος Βακαλόπουλος) που ειδικά τον πρώτο τον θεωρούσαν και εξαίρετο κινηματογραφιστή.

Η υψηλή και η λαϊκή τέχνη είναι μια κατηγοριοποίηση που εξασθενεί και η εξαντλητική, αφ’ υψηλού ερμηνεία τους εις βάρος της εμπειρίας δεν οδηγεί απαραίτητα σε ασφαλείς αξιολογήσεις. Πολύ περισσότερο αν συνυπολογιστεί και η άποψη του ίδιου του Ντίλαν για τα γραπτά του, όπως αποτυπωνόταν σε μια αφήγηση της αλλοτινής συντρόφου του, Τζόαν Μπάεζ, στο ντοκιμαντέρ «No direction home» του Μάρτιν Σκορσέζε, από τότε που ζούσαν μαζί και εκείνη τον παρατηρούσε στη γραφομηχανή του: «”Τι λες για αυτό;” με ρώταγε και εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε, αλλά μου άρεσε. Προσπαθούσα λοιπόν να το ξεδιαλύνω, το διάβαζα και του έλεγα την ερμηνεία μου. “Πάρα πολύ καλά” έλεγε. Και μετά συνέχιζε, “ξέρεις, σε μερικά χρόνια από τώρα, όλοι αυτοί οι μαλάκες θα γράφουν για τις βλακείες που γράφω εγώ. Δεν ξέρω από πού μου έρχονται, για ποιο πράγμα μιλάνε. Και εκείνοι θα γράφουν περί τίνος πρόκειται”».

Κάθε στίχος μια ιστορία

Πόσους δρόμους πρέπει ένας άντρας ν’ ακολουθήσει

προτού σαν άντρα μπορεί κανείς να τον ορίσει;

Σε πόσες θάλασσες πρέπει ένα περιστέρι λευκό

να αρμενίσει

προτού στην άμμο πάει γλυκά για να καθήσει;

Ναι, και πόσες φορές θα βροντήσουν τα κανόνια

προτού τα θάψουμε για πάντα μες στα χιόνια;

Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει,

η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει.

Blowin’ in the wind (1963)

Κόσμε ελάτε, συναχθείτε

Οπου κι αν περιπλανιόσασταν

Και παραδεχθείτε

Πως γύρω σας φουσκώνουν τα νερά

Θα σας μουσκέψουν ώς το κόκαλο, για τα καλά

Κι αν θαρρείτε

Πως αξίζει να σωθείτε

Να κολυμπάτε αρχίστε τώρα

Αλλιώς σαν πέτρες θα βυθιστείτε

Ναι, τα νερά μανιάζουν

Οι καιροί αλλάζουν

The Times They Are A-Changin’ (1964)

Πέρα μακριά ανάμεσα στο λιόγερμα

και την πένθιμη κωδωνοκρουσία του μεσονυχτιού

λουφάξαμε στο σπίτι

σαν ακούσαμε τη βροντή του κεραυνού

καθώς αστροπελέκια μαγικά

άπλωσαν σκιές στους ήχους

κι ήταν σαν ν’ άκουγες πίσω απ’ τους τοίχους

ν’ αστράφτουν της ελευθερίας οι καμπάνες

ν’ αστράφτουν για τους πολεμιστές

που το σθένος τους είναι τον πόλεμο να αρνηθούν

ν’ αστράφτουν για τους φυγάδες που τον δρόμο

τον άοπλο τραβούν

ν’ αστράφτουν για τους στρατιώτες που δεν θέλουν

να σκοτώσουν μήτε να σκοτωθούν

κι εμείς κοιτούσαμε της ελευθερίας τις καμπάνες

ν’ ακτινοβολούν.

Chimes of freedom (1964)

Και τι άκουσες, γαλανομάτη γιε μου,

μοσχαναθρεμμένε;

Ω, και τι άκουσες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;

Ακουσα τον κεραυνό να πέφτει

και πριν μια τρομερή βροντή

Ακουσα ένα κύμα να βρυχάται

να θέλει να πνίξει όλη τη γη

Ακουσα εκατό τυμπανιστές τα τύμπανα

να χτυπάνε δυνατά

Ακουσα χίλιους να ψιθυρίζουν και κανείς

να μην ακούει προσεκτικά

Ακουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς

να γελάνε βροντερά

Ακουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε

σαν το σκυλί στ’ αμπέλι

Ακουσα έναν παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει

και κανείς να μην τον θέλει

Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια

Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια,

μια άγρια βροχή θα πέσει

A Hard Rain’s A-Gonna Fall (1963)

* Από το βιβλίο «Bob Dylan Τραγούδια 1962-2001» (εκδ. Ιανός, 2006) σε απόδοση Γιώργου – Ικαρου Μπαμπασάκη