Ο θάνατος ως φάρσα… Ο Ντάριο Φο πέθανε χθες ύστερα από δώδεκα μέρες νοσηλείας καθώς είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο εξαιτίας χρόνιας ασθένειας στους πνεύμονες. Μοιάζει να επέλεξε την ημέρα του θανάτου του, συγχρονίζοντας την αναχώρησή του από τα εγκόσμια με τη για πρώτη φορά μετατιθέμενη ημερομηνία ανακοίνωσης του Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Καθώς χθες ο κόσμος ξαφνιάστηκε για τη βράβευση του Μπομπ Ντίλαν, ταυτόχρονα εκδήλωνε τα συναισθήματά του και για εκείνον που το 1997 ανέτρεψε το αυστηρό τυπικό της απονομής της Σουηδικής Ακαδημίας. Στην τελετή απονομής του δικού του Νομπέλ Λογοτεχνίας ο Ντάριο Φο μεταμόρφωσε την παραδοσιακή ομιλία σε ξεκαρδιστικό θέαμα: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας», άρχισε να λέει μπροστά στην αξιότιμη συνέλευση της Στοκχόλμης, «αυτή τη φορά υπερβάλατε: ξεκινήσατε πριν από δέκα περίπου χρόνια δίνοντας το βραβείο σε έναν μαύρο, ύστερα σε έναν Εβραίο και τώρα σε έναν μπουφόνο! Μα τι συμβαίνει;».

Μέσα από την ομιλία του, διανθισμένη με τις ζωγραφιές του, ο Ντάριο Φο έστελνε την απάντησή του στους συμπατριώτες επικριτές του. Με ένα μεγάλο μέρος των ιταλών διανοούμενων να αναλώνεται σε υβριστικά κείμενα και αρνητικές απόψεις για την επιλογή της Ακαδημίας να βραβεύσει «έναν αριστερό παλιάτσο».

Στον αντίποδα αυτής της στάσης ήταν η χθεσινή δήλωση του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι: «Στον Ντάριο Φο η Ιταλία έχασε έναν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, του πολιτισμού, του πολιτικού βίου της χώρας μας. Η σάτιρά του, το έργο του στην κατασκευή σκηνικών και η πολύπλευρη καλλιτεχνική του δραστηριότητα αποτελούν κληρονομιά για όλον τον κόσμο ενός από τους μεγαλύτερους Ιταλούς».

Ο Ντάριο Φο γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1926 στο Σαν Τζιάνο της επαρχίας Βαρέζε. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών της Μπρέρα στο Μιλάνο και ανακάλυψε την έφεσή του για το θέατρο και τη σάτιρα. «Πολιτισμικά ανήκα πάντα στο προλεταριάτο» είχε πει σε συνέντευξή του στη βρετανική «Γκάρντιαν». Γιος σιδηροδρομικού και αγρότισσας, βοήθησε τον πατέρα του στην αντιφασιστική του δράση κατά τη διάρκεια του πολέμου και αναγκάστηκε να μεταπηδήσει από τις σπουδές ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής που ακολουθούσε στη σκηνογραφία.

Το 1953, στα 27 του, περνά στο καμπαρέ και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής από τη δεκαετία του ’60. Το 1954 νυμφεύεται την ηθοποιό Φράνκα Ράμε με την οποία συνεργάζεται στη σκηνή. Το ζεύγος Φο – Ράμε εξασκήθηκε σε ένα είδος λαϊκού θεάτρου που ανεβαίνει σε εργοστάσια, σε δρόμους, σε πλατείες. Ανέβασαν πολιτικά έργα τα οποία προκάλεσαν τα προβλήματά τους με τη λογοκρισία. Και μια δεκαετία αργότερα αρνείται το πρότυπο του «γελωτοποιού των αστών» και ιδρύει μια μη κερδοσκοπική θεατρική ομάδα που χρηματοδοτείται από το ιταλικό ΚΚ. Ομως οι σχέσεις του με την παραδοσιακή Αριστερά ψυχραίνονται ύστερα από μια σάτιρα της ΕΣΣΔ που έγραψε και αρχίζουν πλέον να τον στηρίζουν εξωκοινοβουλευτικές ομάδες. Ο ίδιος πάντως είχε πει: «Εζησα δίπλα δίπλα με γιους εργατών, ψαράδες και λωποδύτες. Οι ιστορίες που μου διηγούνταν ήταν σκληρές σάτιρες ενάντια στην υποκρισία της εξουσίας και στον μεσοαστισμό –τις δύο όψεις δασκάλων, δικηγόρων και πολιτικών. Γεννήθηκα πολιτικοποιημένος».

Το 1969 δημιουργεί το κορυφαίο του έργο «Μιστέρο Μπούφο» στο οποίο συνήθως πρωταγωνιστούσε. Σε αυτό αποτυπώνεται η βαθιά σχέση του με τη μεσαιωνική παράδοση των μίμων και την κομέντια ντελ άρτε. Ο Φο δημιούργησε μάλιστα μια δική του γλώσσα με χειρονομίες και εκφράσεις του προσώπου, τα «γκρόμελοτ», βασισμένη στη διάλεκτο και στην ονοματοποιία.

Το 1970, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις ακροδεξιών –από τις Αρχές και τον Τύπο αποδόθηκαν στους αναρχικούς –ο Ντάριο Φο έγραψε τον «Θάνατο ενός αναρχικού» (το ανέβασε στην Αθήνα ο Γιώργος Κιμούλης στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με τον Σπύρο Παπαδόπουλο). Τότε, κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων στο Μιλάνο, ένας αθώος ύποπτος «έπεσε» από τον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου. Με αυτήν την αφορμή ο Φο δημιουργεί τον χαρακτήρα ενός μανιακού, ο οποίος με την τρέλα του αποκαλύπτει τα ψέματα του επίσημου κράτους. Το 1974 γράφει το «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» (πολυανεβασμένο σε θεατρικές σκηνές στην Ελλάδα).

Ο Ντάριο Φο είναι όμως πια σύμβολο και το πληρώνει με την απαγωγή και τον βιασμό της γυναίκας του από τους φασίστες το 1973. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 αλλάζει θεματολογία, στρέφεται στα δικαιώματα των γυναικών κυρίως, περνάει στη Σκάλα του Μιλάνου, δίνει διαλέξεις σε πανεπιστήμια και συνεχίζει ακάθεκτος, με τη Φράνκα Ράμε πάντα στο πλευρό του μέχρι τον θάνατό της, τον Μάιο του 2013

«Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτηςήταν ο Κουν»

«Η τέχνη πρέπει να έχει πολύ ισχυρή σχέση με τα γεγονότα της ζωής. Σκοπός μου ήταν να δημιουργήσω ένα θέατρο που να αντανακλά τη σημερινή πραγματικότητα της πολιτικής, να απεικονίζει την αδικία και την καταπίεση της κοινωνίας εκθέτοντας τους ανθρώπους που ασκούν την εξουσία» έλεγε ο Ντάριο Φο για το έργο του.

Στις 9 Ιουλίου 2015 ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου ανέβασαν στο Ηρώδειο το μιούζικαλ «Avanti Dario». Ηταν η θεατροποιημένη αυτοβιογραφία του νομπελίστα. Ο Φο είχε εντάξει στο έργο των ελλήνων δημιουργών δικά του κείμενα. Ανάμεσα στα οποία αναμνήσεις από τον Αριστοφάνη και τον Κάρολο Κουν: «Ο μεγαλύτερος θεατρικός σκηνοθέτης που συνάντησα ήταν ο Κουν. Σκηνοθέτησε με θαυμάσιο τρόπο μια κωμωδία μου που αφορούσε την ανακάλυψη της Αμερικής, το “Isabella, tre caravelle e un cacciaballe”. Ηταν φοβερός».

Κι ενώ ο πολιτικοποιημένος Ντάριο Φο στράφηκε ενάντια στην πολιτική του Μπερλουσκόνι, έδειξε την υποστήριξη του στον Μπέπε Γκρίλο το 2013 μιλώντας για τον ηγέτη του Κινήματος των 5 Αστέρων στην Πλατεία του Ντουόμο στο Μιλάνο. «Θα είσαι πάντα μαζί μας Ντάριο» ήταν ο αποχαιρετισμός του Γκρίλο στον λογαριασμό του στο twitter. Ομως ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, ο οποίος είχε δεχτεί τα βέλη της κριτικής του Ντάριο Φο, δεν ήταν τόσο θερμός στα συλλυπητήριά του. Ο Ρενάτο Μπρουνέτα της παράταξης Φόρτσα Ιτάλια παραδέχτηκε ότι ποτέ δεν συμπάθησε τον συγγραφέα: «Χρησιμοποίησε για μένα ρατσιστικά σχόλια αναφερόμενος στο ύψος μου. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του».