Το Φεστιβάλ του Λονδίνου έχει πολλά θετικά: Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένας συγκερασμός όλων των μεγάλων διοργανώσεων που προηγήθηκαν. Εδώ τα καλύτερα των Καννών, του Βερολίνου, της Βενετίας. Επίσης εδώ και τα αστέρια που σε όλα τα άλλα φεστιβάλ είναι απλησίαστα: κλείνεις τις συνεντεύξεις σου άνετα και όμορφα, ενώ άλλες φορές επικοινωνείς κατευθείαν με τους κινηματογραφιστές (τα γραφεία του Κεν Λόουτς είναι ανοιχτά για όσους ενδιαφέρονται). Επίσης έχει και μερικά αρνητικά: Οι αίθουσες γεμίζουν ταχύτατα και το προσωπικό (όλοι τους εντελώς άπειροι εθελοντές) αδυνατεί να σε εξυπηρετήσει στα βασικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Ευτυχώς, υπάρχουν οι ταινίες: Το «Paterson» του Τζιμ Τζάρμους, μια ποιητική ελεγεία ζωγραφισμένη με τα πιο καθημερινά χρώματα, παρακολουθεί την καθημερινή πορεία τού ήρωά του προσθέτοντας κάθε φορά λίγες μονάχα πινελιές, μόνο και μόνο για να μας τοποθετήσει σε μια μικρή απόσταση, προς το τέλος, ούτως ώστε να απολαύσουμε το σύνολο της πανέμορφης –ακριβώς επειδή πηγάζει από την καθημερινότητα –εικόνας. Με έναν τρόπο, η ταινία μοιάζει με την ποίηση του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, από την οποία και εμπνέεται ο ήρωάς της. Ο Τζάρμους δεν ήταν εδώ για να την προλογίσει, αντ’ αυτού όμως εμφανίστηκε η διευθύντρια του φεστιβάλ, ντυμένη με έναν ευφάνταστο συνδυασμό χρωμάτων, η οποία δήλωσε τόσο ενθουσιασμένη με την ταινία που θεώρησε καλή ιδέα να μας διαβάσει ένα ποίημά της. Χμ, δεν ξέρω πώς να σας το πω, αλλά τα σχόλια του κοινού δεν θα μπορούσαν να δημοσιευτούν.

ΖΗΤΟΥΝ ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΜΑΣ. Οσκαρικού βεληνεκούς, για πολλούς, το «Lion» του Γκαρθ Ντέιβινς (τηλεορασάκιας –αυτό εδώ είναι το ντεμπούτο του στο σινεμά) με τη Νικόλ Κίντμαν και τον Ντεβ Πατέλ –ο τελευταίος στον ρόλο ενός Ινδού που αφήνει τη θετή του οικογένεια στην Αυστραλία και επιστρέφει στην Καλκούτα, όπου και αναζητά τους πραγματικούς του γονείς. Ηρθαν και οι δυο τους εδώ και τα φλας άστραψαν, όπως αντιλαμβάνεστε. Οχι πως ειπώθηκε κάτι ουσιαστικό από τους δυο –περισσότερα σκαρφίστηκαν οι ντόπιοι δημοσιογράφοι για να περιγράψουν την κορμοστασιά της Νικόλ. Και η ταινία; Συλλογή μελοδραματικών τόνων και σεναριακών απιθανοτήτων, αλλά το κοινό θα το στάξει το δάκρυ του.

Δάκρυ θα στάξει και στο «Μέχρι το τέλος του κόσμου» του Ξαβιέ Ντολάν, δημιουργού του οποίου τις ταινίες συνήθως απεχθάνομαι. Ελα όμως που εδώ, βασισμένος στο θεατρικό έργο του Ζαν Λικ Λαγκάρς, ολοκληρώνει ένα δομημένο και όχι ξεχειλωμένο μελόδραμα όπου αισθάνεσαι μια γνήσια αγάπη γι’ αυτούς τους χαρακτήρες –πιθανότατα χάρη στο πρωτότυπο υλικό αλλά και στο καστ: Ναταλί Μπάι, Βενσάν Κασέλ, Λεά Σεϊντού, Μαριόν Κοτιγιάρ και Γκασπάρ Ουλιέλ είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Στον δε «Νερούδα» του Πάμπλο Λαρέν, ο διάσημος ποιητής καταδιώκεται ανηλεώς σε μια βιογραφία απολύτως μυθοπλαστικών σημάνσεων, όπου η υπέρμετρη φιλοδοξία τού, μέχρι τώρα, αλάνθαστου σκηνοθέτη δείχνει να ξεπερνά τις ικανότητες του. Τίποτα δεν χαράζεται μέσα μας, όλα αιωρούνται στην επιφάνεια.

Το «Hunt for the Wilderpeople», από την άλλη, είναι μια υπέροχη κωμωδία, με τον ευτραφή 13χρονο Τζούλιαν Ντένισον να δίνει μια από τις πιο αστείες ερμηνείες ολόκληρης της χρονιάς ως υιοθετημένος έφηβος που παίρνει τα βουνά μαζί με τον Σαμ Νιλ ύστερα από μια αλυσίδα παρεξηγήσεων. Ξεκαρδιστικό, ελαφρώς σουρεαλιστικό και παραμυθένιο –δεν έχω ιδέα αν έχει αγοραστεί από έλληνα διανομέα (αγοράζουν τα πάντα, θα έλεγε κανείς), αλλά νομίζω πως θα το έβρισκε το κοινό του εδώ.

ΕΒΓΑΛΕ ΜΑΤΙΑ. Κοινό, τέλος, θα βρει στα σίγουρα το «Arrival», ένα διαμάντι επιστημονικής φαντασίας, σκηνοθετημένο από τον Ντενί Βιλνέβ, με τους Τζέρεμι Ρένερ και Εϊμι Ανταμς –οι πρωταγωνιστές έφτασαν μέχρι το κόκκινο χαλί του BFI, όλοι όμως κοιτούσαν την τελευταία, η οποία φορώντας ένα αποκαλυπτικό λευκό φόρεμα προκάλεσε εμφράγματα στο έξαλλο κοινό που ξεροστάλιαζε έξω από το Odeon, συνοδεία αυτής της γνωστής λονδρέζικης ψιχάλας που σπάει νεύρα και κόκκαλα μετά τη δεύτερη μέρα. Οι πρεμιέρες δεν έχουν τελειώσει –την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές ετοιμάζομαι να παρακολουθήσω το νέο ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτζοκ, συνοδεία του ιδίου, ενώ το νέο βρετανικό σινεμά δεν έχει δείξει ακόμα τα δόντια του, μου λένε οι συνάδελφοι εδώ. Τη Δευτέρα θα ξέρετε.