Θεσσαλονίκη. Πλατεία Αριστοτέλους. Μεσημέρι Πέμπτης. Δυο κοπέλες γύρω στα 20 έχουν στηθεί δίπλα στη διαφημιστική αφίσα για την έκθεση της Γιόκο Ονο και βγάζουν σέλφι. «Θα τη στείλω στη μαμά μου, θα τρελαθεί!» έλεγε όλο χαρά η μία την ώρα που τσέκαρε αν είχε πετύχει τη λήψη. Δύο ώρες αργότερα, μια άλλη κοπέλα βγαίνει από τον περίβολο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Πίσω της ένα πανό διαφημίζει την έκθεση της διάσημης χήρας του Τζον Λένον, μουσικού, εικαστικού, ακτιβίστριας και περφόρμερ, που αποτελεί το μεγάλο εικαστικό γεγονός των φετινών 51ων Δημητρίων. Λιγότερα από 50 μ. μας χωρίζουν από την είσοδο του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. «Μήπως γνωρίζετε που είναι το ΜΜΣΤ;» τη ρωτάω. «Το ποιο; Δεν νομίζω ότι υπάρχει μουσείο εδώ» είναι η απάντηση. Σε λίγο η ερώτηση επαναλαμβάνεται προς έναν κύριο γύρω στα 35 που κρατούσε ένα κοριτσάκι από το χέρι. «Μουσείο; Τι να σας πω…».

Και να σκεφτεί κάποιος ότι όλοι μιλούσαν για κοσμοσυρροή προ ημερών στα εγκαίνια της έκθεσης της Γιόκο Ονο και για ανθρώπους που έφτασαν ώς την πόρτα του μουσείου πιστεύοντας ότι θα πάνε σε συναυλία. Μάλλον είναι πολλοί ακόμη που πρέπει να μάθουν την ύπαρξη αυτού του μουσείου – κοσμήματος στη Θεσσαλονίκη με την εκπληκτική συλλογή, που ωστόσο δεν φαίνεται να έχει κερδίσει το κοινό που του αξίζει.

Στην πόρτα η υπάλληλος με ενημερώνει ότι η είσοδος είναι ελεύθερη κι έτσι η περιήγηση στον κόσμο της Γιόκο ξεκινά. Μοναχική ομολογώ, καθώς διαπιστώνω πως σε ολόκληρο τον χώρο μόνο μια ακόμη επισκέπτρια κυκλοφορεί. Στα αριστερά μια αίθουσα με εννιά γλάστρες με ισάριθμα δέντρα. Από τα κλαριά τους κι ανάμεσα στα φύλλα τους κρέμονται καρτελάκια όπου οι επισκέπτες γράφουν ευχές. Ναι, όπως ακριβώς στους γάμους και τις βαφτίσεις. «Να πετύχει το παιδί μου στις εξετάσεις». «Να γευτώ την ευτυχία που δίνει το άγγιγμα του χεριού ένα φθινοπωρινό βράδυ». «Να ξεραθούν τα δένδρα της έκθεσης». Πιο δίπλα μια αίθουσα σκοτεινή. Ψηλαφίζω τους τοίχους, προσπαθώ να συγκεντρωθώ στους ακατάληπτους ήχους που ακούγονται. Οταν βγαίνω έξω διαπιστώνω –σύμφωνα με τη σήμανση που υπήρχε δίπλα στη μαύρη κουρτίνα –ότι σκοπός ήταν οι επισκέπτες να αγγίξουν ο ένας τον άλλο. Απόντων άλλων επισκεπτών η βιωματική εμπειρία εχάθη.

«ΑΓΑΠΩ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Επόμενη στάση η Γιόκο Ονο αυτοπροσώπως στο περίπου: μέσω βίντεο. Από τη μια στα νιάτα της, εν έτει 1966. Από την άλλη, πριν από λίγα χρόνια. Ακίνητη κάθεται σε μια καρέκλα και με ψαλίδι τής κόβουν τα ρούχα μέχρι να μείνει με τα εσώρουχα. Πίσω μου την ακούω να μιλάει. Ενα βίντεο ειδικά για την έκθεσή της στην Ελλάδα. «Γεια σας. Είμαι η Γιόκο Ονο. Αγαπώ την Ελλάδα όπως και οι γονείς και οι παππούδες μου» λέει στον φακό. Κι αρχίζει μέσα σε περίπου επτά λεπτά να δίνει σύντομες διευκρινίσεις για τα έργα της. Σαν μια ξενάγηση στον κόσμο της, στις σκέψεις της. Οι κυρίες που έχουν ρόλο φύλακα, συνηθισμένες μάλλον να είναι μόνες, ξεχνιούνται και συζητούν δυνατά για το φαγητό που μαγειρεύει η καθεμιά, αλλά οι φωνές τους καλύπτουν τον ήρεμο τόνο της Γιόκο Ονο. «Δεν βαριέσαι, έχει υπότιτλους» σκέφτομαι και δεν τους χαλάω την ησυχία.

Πίσω από τον τοίχο, περισσότερες από δέκα σκάλες, ξύλινες κι αλουμινένιες, χαμηλές ή πιο ψηλές, περιμένουν να μας οδηγήσουν στον ουρανό σύμφωνα με τον τίτλο του έργου «Σκάλες για τον ουρανό» (1968). Και πιο δίπλα μια βάρκα που έχει αράξει πάνω σε μουσαμάδες παραπέμποντας στο προσφυγικό ζήτημα. Κι αν ούτε εγώ ούτε η άλλη επισκέπτρια δεν τολμήσαμε να ανεβούμε στις σκάλες, κι αν αρκεστήκαμε να διαβάσουμε τις ευχές χωρίς να προσθέσουμε το δικό μας καρτελάκι, μην υπακούοντας στην προτροπή της καλλιτέχνιδος η οποία μας ζητούσε πίσω από τα μαύρα γυαλιά της να συμμετέχουμε στα διαδραστικά της έργα, εκεί με τη βάρκα παρασύρθηκα. Θέλησα να γράψω κι εγώ κάτι, αλλά τα χρώματα είχαν πλέον ξεραθεί μέσα στα δοχεία…

Επόμενη στάση ο πρώτος όροφος. Οι αισθήσεις μπερδεύονται. Το βλέμμα χαϊδεύει τα υπέροχα έργα της Χρύσας –από τη μόνιμη συλλογή του μουσείου –εκατέρωθεν της σκάλας. Η όσφρηση λαμβάνει μηνύματα ότι πλησιάζει σε ξυλουργείο, καθώς η μυρωδιά από πριονίδι σου κατακλύζει τα ρουθούνια. Τελικά η εικόνα που αποκαλύπτεται όταν φτάνεις στο πλατύσκαλο είναι εκείνη με τα 100 φέρετρα. Μικρά, μεσαία, μεγάλα, που αντιστοιχούν σε παιδιά, γυναίκες και άνδρες, κι από τη θέση του κεφαλιού φυτρώνουν γλάστρες με ελιές και λεμονιές που έχουν αρχίσει να μαραζώνουν είτε από έλλειψη νερού είτε από έλλειψη φωτός. Εικόνα εντυπωσιακή, που ωστόσο δεν κόβει την ανάσα. Και πιο κει καθρεφτάκια. Πολλά σπασμένα καθρεφτάκια, που περιμένουν να τα κολλήσουν οι επισκέπτες –είπαμε διάδραση είναι η λέξη – κλειδί -, γι’ αυτό και υπάρχουν τα κατάλληλα σύνεργα: κόλλες, σπάγκοι κ.λπ.

Την ώρα που κατεβαίνω μια ακόμη κοπέλα περνά την είσοδο για να επισκεφθεί την έκθεση. Στο μεταξύ έχω ξεφύγει από την προβλεπόμενη πορεία, έχω χωθεί στην όαση της μόνιμης συλλογής και αναζητώ να ξαναδώ τον εκπληκτικό άγγελο του Παύλου με τα πολύχρωμα φτερά, τον «Σεισμό» του Ντένις Οπενχάιμ, να αφεθώ στις καμπύλες του «Γκονγκ» του Τάκι. Καλή ή λιγότερο καλή η έκθεση της Γιόκο Ονο, ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Ενα δυνατό όνομα ήταν ο στόχος των διοργανωτών και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι το συγκεκριμένο μπορεί να φέρει κόσμο πέραν από εκείνους που ασχολούνται με τα εικαστικά. Κι αν καταφέρει ώς το τέλος της να έχει γνωρίσει έστω και σε κάποιους ακόμη το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μόνο στον δίσκο με τα θετικά της ζυγαριάς θα δικαιούται μια θέση.

info.

Η έκθεση της Γιόκο Ονο στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Εγνατίας 154, εντός ΔΕΘ, έως 23 Οκτωβρίου. Είσοδος ελεύθερη.