Ηταν 2011 όταν αποφάσισα να πρωτοδηλώσω εθελόντρια στον Μαραθώνιο της Αθήνας. Ηταν η χρονιά με το πολύ κρύο και τη βροχή –κάτι σπάνιο για τα δεδομένα του αγώνα. Από τη διοργάνωση με είχαν τοποθετήσει στο Καλλιμάρμαρο: έδινα τις ισοθερμικές κουβέρτες στους δρομείς που τερμάτιζαν ταλαιπωρημένοι και βρεγμένοι.

Απερίγραπτος ο θαυμασμός μου και η συγκίνησή μου για τους μαραθωνοδρόμους. Μου φαινόταν απίστευτο πώς ένας άνθρωπος μπορούσε να τρέξει τόσο πολλά χιλιόμετρα (τότε ακόμη δεν είχα ιδέα για το Σπάρταθλο ή για τις υπόλοιπες διαδρομές υπεραποστάσεων). Από εκείνο τον Νοέμβριο άρχισα να δίνω το «παρών» κάθε χρονιά, όχι μόνο την ημέρα του αγώνα, αλλά και στο Κέντρο Εγγραφών.

Ηταν τότε που άρχισα να έχω τις πρώτες «πονηρές» σκέψεις. Ερχόμενη σε επαφή με αθλητές αλλά και ανθρώπους από το ΣΕΓΑΣ, έμαθα πως το να τρέξεις έναν Μαραθώνιο δεν είναι τόσο εξωπραγματικό όσο ακούγεται. «Πού ξέρεις», σκέφτηκα μεταξύ σοβαρού και αστείου, «κάποια στιγμή ίσως και να το προσπαθήσω».

Το 2014 ήρθε η πρώτη δοκιμασία στο Energizer Night Run που θα γινόταν στο κέντρο της πόλης. Με την παρέα μου των εθελοντών τα είπαμε και τ’ αποφασίσαμε. Θα τρέχαμε κι εμείς: πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα. Βουνό μάς φάνηκε. Τα καταφέραμε, έστω και ψιλοπερπατώντας. Το μικρόβιο όμως το είχα κολλήσει. Εβλεπα τους δρομείς να τρέχουν στο Αλσος της Νέας Σμύρνης, κοντά στο σπίτι μου, και είπα να δοκιμάσω να τους μιμηθώ. Στην αρχή, ούτε ένα χιλιόμετρο δεν μπορούσα να βγάλω τρέχοντας. Ομως δεν το έβαλα κάτω. Επέμεινα. Συνέχισα.

Τότε ήταν που κέρδισα ένα εισιτήριο για Ολλανδία. Ηταν σημαδιακό; Να έτρεχα άραγε έναν αγώνα εκεί; Στο Ιντερνετ ανακάλυψα ότι τις μέρες που θα έκανα το ταξίδι διοργανωνόταν ένας μικρός Ημιμαραθώνιος στο Αμερσφουτ, μια πόλη εξήντα χιλιόμετρα από το Αμστερνταμ. Και το πήρα απόφαση. Είχα έξι μήνες μπροστά μου να προπονηθώ. Κατέβασα μια εφαρμογή στο κινητό, γράφτηκα και στον ΣΑΦΑΝΣ, τον σύλλογο των δρομέων του Αλσους, και ξεκίνησα με συνέπεια. Και όταν έτρεξα στο Αμερσφουτ, μαγεύτηκα για τα καλά. Για τους Ολλανδούς, ακόμη και αυτός ο μικρός αγώνας ήταν γιορτή. Ολοι είχαν βγει στους δρόμους, χτυπούσαν… κατσαρόλες, σε φώναζαν με το όνομά σου, τραγουδούσαν, χόρευαν, έκαναν πικνίκ. Και ο Ημιμαραθώνιος βγήκε!

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το ήξερα ήδη. Γιατί όχι; Μαραθώνιος της Αθήνας! Τέσσερις μήνες προπόνηση, τέσσερις φορές την εβδομάδα ανελλιπώς. Βούρκωσα όταν μπήκα στο λεωφορείο για τον Μαραθώνα. Δάκρυσα κανονικά όταν άκουσα το μπαμ της εκκίνησης. Εφτασα στο 25ο χιλιόμετρο ξεκούραστη. Συνάντησα φίλους. Αγκαλιές, φιλιά. Συνέχισα. Στην ΕΡΤ άρχισε η κατηφόρα. Και οι ενοχλήσεις στα γόνατα. Λίγο περπάτημα, λίγες διατάσεις. Συνέχισα. Εφτασα στη γέφυρα της Κατεχάκη. Αντε, Ειρήνη, η ουρά έμεινε. Επιτέλους η Φειδιππίδου. Συνέχισα. Εκεί με περίμενε ο Νάκης από τον σύλλογο. Πήγαμε παρέα μέχρι την Ηρώδου Αττικού. Τελευταία κατηφόρα. Αρχισα να κλαίω. Λίγο πριν μπω στο Καλλιμάρμαρο, άκουσα να με φωνάζουν. Γύρισα και είδα να με περιμένει μια ομάδα φίλων εθελοντών με τις δύο μου κόρες. Από τη μια ήθελα να σταματήσω να τους αγκαλιάσω όλους, από την άλλη ένιωθα πως δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω μετά. Τους χαιρέτησα, πήρα τα κορίτσια μου από τα χέρια. Μπήκαμε μαζί στο στάδιο. Τα κατάφερα! Ο χρόνος; Πέντε ώρες, 36 λεπτά και 17 δευτερόλεπτα! Οχι ότι έχει σημασία.

Επόμενο ραντεβού; Ο Μαραθώνιος του Ρότερνταμ την άνοιξη. Συνεχίζω.

Η Ειρήνη Καμπουράκη είναι 41 ετών, φανατική εθελόντρια και –όπως δηλώνει περήφανα –δρομέας της απόλαυσης και όχι της ταχύτητας!