Ηταν η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας παρίστατο στο συνέδριο της Ενωσης Δικαστών. Και η δήλωσή του προκάλεσε αίσθηση: «Δεν υπάρχει κράτος δικαίου όταν η δικαστική εξουσία δεν γίνεται σεβαστή». Οι δικαστές δεν έκρυβαν την ικανοποίησή τους. Επιτέλους, ένας πρόεδρος που τους σεβόταν, τους υπολόγιζε, δεν τους έκρινε και, το κυριότερο, δεν τους περιφρονούσε όπως ο προκάτοχός του, ο οποίος τους είχε αποκαλέσει ούτε λίγο ούτε πολύ «άνοστα μπιζέλια». Αλλά η χαρά τους δεν κράτησε πολύ. Εξι μόλις ημέρες αργότερα θα κυκλοφορούσε ένα βιβλίο όπου ο ίδιος αυτός πρόεδρος θα εκφραζόταν με πολύ λιγότερο σεβασμό απέναντί τους: «Ο θεσμός αυτός είναι ένας θεσμός δειλίας. Ολοι αυτοί οι εισαγγελείς, όλοι αυτοί οι ανώτατοι δικαστές κρύβονται, παίζουν τους ενάρετους. Δεν τους αρέσει η πολιτική. Στη Δικαιοσύνη δεν αρέσει η πολιτική».

Οπως είναι φυσικό, προκλήθηκε κατακραυγή. Οι δύο ανώτατοι δικαστές της χώρας έγιναν αμέσως δεκτοί από τον πρόεδρο, χωρίς η συνάντηση αυτή να απαλύνει το αίσθημα εξευτελισμού που αισθάνονται. «Υπάρχει θεσμικό θέμα» είπαν. Αλλά οι αντιδράσεις περιορίστηκαν στις τάξεις τους, δεν επεκτάθηκαν στα κόμματα, δεν έγιναν θέμα στα παράθυρα. Δεν έφτασαν καν στη Βουλή. Στη χώρα αυτή, στη Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ, η διάκριση των εξουσιών δεν είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Ισως επειδή είναι η γενέτειρα και του Μοντεσκιέ και του Ρουσό.

Στη δική μας χώρα, πάλι, η σχέση της δικαστικής με την πολιτική εξουσία είναι κάτι σαν τη σχέση Εκκλησίας και Κράτους: όλοι λένε ότι πρέπει να είναι διακριτά πράγματα, ο εναγκαλισμός τους όμως δεν παύει να είναι στενός. Θεωρείται έτσι φυσιολογικό να συναντώνται οι ανώτατοι δικαστές με τον Πρωθυπουργό και να συζητούν τις απολαβές τους. Οπως θεωρείται φυσιολογικό να κάνουν μήνυση όταν θεωρούν ότι θίγονται, να εκφράζουν την ενόχλησή τους όταν συζητιούνται δημοσίως τα θέματα που καλούνται να κρίνουν, να δηλώνουν ότι ακούνε τον σφυγμό της κοινωνίας και να ζητούν αύξηση του ανώτατου ορίου συνταξιοδότησής τους.

Στη δική μας χώρα, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης θεωρεί φυσιολογικό να παρεμβαίνει στο έργο μιας εισαγγελέας, η οποία στη συνέχεια στοχοποιείται από τρομοκράτες. Και για το κράτος δικαίου δεν έχει ψευδαισθήσεις κανείς.