ΑΠΟ τη συζήτηση στη Βουλή τη Δευτέρα έως το ξεκίνημα του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ την Πέμπτη πέρασαν τρεις μέρες όλες κι όλες. Ενώ άλλες τρεις μέρες είχαν περάσει από τις δηλώσεις Σόιμπλε την Κυριακή για τον αναγκαίο ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα έως τις αδιακρισίες της γαλλικής προεδρίας για το πώς ο Τσίπρας έψαχνε να τυπώσει δραχμές στη Μόσχα το καλοκαίρι του 2015. Με απλά λόγια, η πυκνότητα των πολιτικών γεγονότων είναι απίστευτη –ιδίως αν σκεφτεί κανείς την περασμένη εβδομάδα όταν μπαινόβγαιναν στο Μαξίμου ιεράρχες και δικαστές. Παρ’ όλα αυτά, δεν γίνεται τίποτε. Η χώρα μένει κολλημένη στο ίδιο σημείο, βουλιάζοντας διαρκώς.

Γιατί; Διότι σαν τους αιώνιους φοιτητές –που ποιος ο λόγος, αλήθεια, να μένουν στο πανεπιστήμιο; –έχουμε τους αιώνιους αντιπολιτευόμενους που επιμένουν, παρ’ όλα αυτά, να θέλουν να κυβερνούν. Γιατί τι άλλο ήταν η περίφημη συζήτηση στη Βουλή για τη διαπλοκή που προκάλεσε η κυβέρνηση; Ηταν μια ευκαιρία για λυσσώδη αντιπολίτευση κατά της αντιπολίτευσης! Με τον ίδιο τρόπο που το Συνέδριο στο Τάε Κβον Ντο ήταν το τέλειο περιβάλλον για να κάνουν οι κυβερνώντες πολιτική όπως κάποτε στα αμφιθέατρα. Ποταμός λοιπόν η ομιλία του Πρωθυπουργού και μαζί ωκεανός λέξεων, στον οποίο τελικά χάνεσαι. Γιατί «διά ταύτα» δεν υπήρχε. Οι αιωνίως αντιπολιτευόμενοι είναι θιασώτες και της αιώνιας διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Το ζητούμενο δεν είναι τι θα κάνουμε εμείς για να γίνει η χώρα ανταγωνιστική, να έρθουν επενδύσεις, να δούμε ανάπτυξη και δουλειές. Αλλά τι θα μας πουν οι ξένοι και τι θα τους απαντήσουμε εμείς –κυρίως πώς δεν θα κάνουμε αυτά που μας ζητούν οδηγώντας πάλι τα πράγματα προς τον γκρεμό για να δούμε ποιος θα αντέξει.

Δεν χρειάζεται να σκάνε βόμβες, να χρεοκοπούν επιχειρήσεις ή να έρχονται στα χέρια οι πρόσφυγες για να καταλάβει κανείς κάτι πολύ απλό: η Ελλάδα θα ήταν Βενεζουέλα και μάλιστα χωρίς πετρέλαιο αν δεν ήμασταν στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και δεν θα μέναμε εκεί αν κάποιοι μεγάλοι παίκτες δεν θεωρούσαν ότι μια ελληνική έξοδος θα έκανε κακό σε αυτούς τους σχηματισμούς, πλήττοντας την οικονομική και γεωπολιτική τους συστημικότητα. Οι δυνάμεις που, σερφάροντας στο κύμα του λαϊκισμού, έχουν τη χώρα στα χέρια τους δεν είναι ικανές για πολλά πράγματα. Δεν έχουν ούτε όραμα ούτε άποψη για τη χώρα –με εξαίρεση το τρίγωνο εξουσία – κόμμα – κράτος. Πρόκειται για ακραία ή περιθωριακά στοιχεία –που βέβαια δεν θα είχαν φθάσει εδώ που έφθασαν αν δεν έκαναν λαϊκισμό το ΠΑΣΟΚ και, κυρίως, η ΝΔ ακόμη και στη φάση του Μνημονίου. Ενώ θα έπρεπε να ξέρουν καλύτερα.

Πού πάμε από εδώ; Οχι πολύ μακριά. Η εξουσία φθείρει, αλλά η έλλειψη εξουσίας φθείρει απόλυτα. Φαίνεται σε όλους αυτούς που κατά σειράν ζυγώνουν τους νέους άνακτες. Πρώτα ήταν οι καραμανλικοί, οι της λαϊκής Δεξιάς και οι Καμμένοι. Μετά οι παλαιοπασόκοι. Υστερα οι Λεβέντηδες. Και, τελικά, ακόμη και οι εκσυγχρονιστές σε σύμπτωση φάσης με τον επιστρέψαντα Κουβέλη. Καθένας έχει μια δικαιολογία που λέει προς τα έξω και μια δικαιολογία για τον εαυτό του. Ενώ ο χορός αυτός των επτά πέπλων δεν περιορίζεται στους πολιτικούς αφού, παράλληλα, έχουν κινηθεί προς την εξουσία επιχειρηματικές, μιντιακές, ιερατικές και δικαστικές δυνάμεις. Πρόκειται για αμάλγαμα που δεν είναι συγκροτημένο από σταθερά υλικά –άλλο Μεταπολίτευση και άλλο Μεταμνημόνιο. Αποτελεί όμως το νέο σύστημα εξουσίας σε μια χώρα σε σύγχυση.