Δεκαπέντε μήνες μετά την απομάκρυνση του Γιάνη Βαρουφάκη από την κυβέρνηση (με δύο «ν» θα γράφω το όνομά του γιατί αυτά τα ελληνικά έμαθα και δεν προτίθεμαι να τα ξεχάσω), θεωρώ ότι μία από τις πιο βλαβερές συνέπειες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι το πέρασμα του συγκεκριμένου ανθρώπου από τη δημόσια ζωή. Οχι μόνο για την τρύπα των 80 δισεκατομμυρίων που άνοιξε η διαπραγμάτευσή του στο ήδη κουρελιασμένο ρούχο της χώρας. Αλλά και διότι ο κύριος Βαρουφάκης, ως η επιτομή του ντεμέκ εστέτ, υπαγόρευσε την ελαφρότητα ως στυλ, τη ρηχότητα ως στοχασμό και την αμετροέπεια ως τρόπο επικοινωνίας ανάγοντας, τελικά, το θράσος σε πολιτική αρετή (που υπό προϋποθέσεις μπορεί και να είναι) και σε πολιτισμική αξία. Ο «βαρουφακισμός» έγινε τάση από τα κοινοβουλευτικά έδρανα μέχρι τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Με τον ιδρυτή του να μη χάνει ευκαιρία να ανανεώνει την τοξικότητα του εγωκεντρισμού του (δεν περίμενα κάτι καλύτερο από κάποιον που μπήκε στην πολιτική με όραμα να τον φορούν τυπωμένο σε τισέρτ ηλικιωμένες Αυστραλές).

Το πιο πρόσφατο «χτύπημα», η απάντησή του στα όσα είπε ο κύριος Στουρνάρας στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ως εκλεγμένος από 140.000 ψηφοφόρους έκρινα ότι ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος είχε ιερή υποχρέωση να συστρατεύεται στην προσπάθεια της εκλεγμένης κυβέρνησης». Μα ιερή; Ιερή! Οσο ο κύριος Βαρουφάκης, με εργαλείο τις 140.000 ψήφους, θα πλασάρει, έστω και από τα μετερίζια της γραφικότητας, τον ναρκισσισμό του ως θρησκευτικό δόγμα, θα μας μένει αξέχαστος.