Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι, λίγο-πολύ, έχουμε αρχίσει να συμφιλιωνόμαστε. Ή, έστω, να μη μας ενοχλεί τόσο πολύ. Ή ακόμη να εκλαμβάνουμε την εκπεφρασμένη από κάποιους (ολοένα και λιγότερους) ενόχληση από το φαινόμενο της εποχής ως συντηρητική γραφικότητα. Και το φαινόμενο της εποχής –των τελευταίων χρόνων, θα έλεγα, με ιδιαίτερη έξαρση τους τελευταίους μήνες –είναι η έκπτωση του πολιτικού λόγου (ακόμη και ως προς τη σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας) ή και η αντικατάστασή του από το απαίδευτο λανγκάζ του twitter, όπου ευδοκιμεί ένα χοντροκομμένο και αφελές χιούμορ που παραπέμπει σε επιθεώρηση αναψυκτηρίου. Οι παραληρηματικές τσιρίδες του Αδωνη Γεωργιάδη, που κάποτε κρίνονταν ως γραφικές, έχουν γίνει πλέον κυρίαρχη τάση. Είτε ως προς τον τόνο είτε ως προς το περιεχόμενο. Αλλωστε, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο σημερινός Πρωθυπουργός, στην προεκλογική του ομιλία στη Ρόδο, με εκείνο το αλησμόνητο σεφερλικό φινάλε «Ιδού η Ρόδος, σε λίγο έρχεται και το πήδημα», έδειξε το τι θα ακολουθούσε. Που δεν αφορά, βέβαια, μόνο τον λόγο αλλά, γενικότερα, την αισθητική στη δημόσια ζωή.

Πώς όμως αποκτήσαμε αυτή την ανεκτικότητα στην μπούρδα; Πώς από τον ξύλινο λόγο (που σαφέστατα είχε ξεπεραστεί από τους σύγχρονους επικοινωνιακούς κώδικες και ήταν επιτακτική η ανάγκη ανανέωσής του) βρεθήκαμε με ένα σάλτο μορτάλε στον φτηνιάρικο πλαστικό; Προσπαθώντας να ανιχνεύσω τις απαρχές του φαινομένου, πάω πίσω, στη δεκαετία του 1990. Τότε δηλαδή που μια κοινωνία, αλλοπαρμένη από το όραμα του επικείμενου πλουτισμού, απεμπολούσε, μαζί με τη φτώχεια του παρελθόντος, και τις αξίες του. Ηταν τότε που ανοίγαμε σιγά σιγά την πόρτα στην κουλτούρα του καλτ και της επιτρέπαμε να στρογγυλοκαθήσει στους καναπέδες και στις ζωές μας. Με τον υφέρποντα σουσουδισμό αυτού που αισθάνεται κοσμοπολίτης επειδή πήγε, με γκρουπ, Μπανγκόκ – Πατάγια – Σιγκαπούρη ή έκανε με κρουαζιερόπλοιο τον γύρο της Βαλτικής, θέλαμε να διαφεντεύουμε τη διασκέδασή μας, να νιώθουμε ανώτεροι από τους διασκεδαστές μας, ακόμη και από τα είδωλά μας. Να μπορούμε να τους χλευάζουμε νομίζοντας ότι έτσι παίρνουμε αποστάσεις από την trash-ίλα τους. Είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη στα αντισώματά μας. Κορόιδα πιαστήκαμε…

Θυμάστε; Τον Πέτρο Λεωτσάκο με τη συνονόματή μου δεσποινίδα Τσεσμελή στο «Ερωτοδικείο» που μετέπειτα έγινε «Αυτόφωρο»; Τον Μίστερ Εθνικά Μπούτια να σκούζει ημίγυμνος στους τηλεοπτικούς καναπέδες; Την Ελένη Λουκά στα πρώτα της βήματα; Τα τηλεπροξενιά «Χρυσό κουφέτο» και «Λογοδοσμένοι» με την επίσης πρωτοεμφανιζόμενη τότε Αννίτα Πάνια και το αντίπαλον δέος, τη βετεράνο Γιούλη Ηλιοπούλου (που είχε παίξει στο θέατρο, σε δική της νομίζω διασκευή, τη Λαίδη Νταϊάνα); Τον αυτοαποκαλούμενο Εθνικό Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλο και την εκπομπή του «Τηλε-φτυάρι» με χορηγό γραφείο κηδειών; («Ποτέ μην έρθει η στιγμή να αφήσεις το λιμάνι,θα σε κρατήσει ο εθνικός με το τηλε-φτυάρι»). Το ειδύλλιο του εισαγγελέα Σακελλαρόπουλου με τη διεμφυλική Τζένη Χειλουδάκη που στη στάθμη του εθνικού ενδιαφέροντος μπορεί και να είχε ξεπεράσει την κρίση στα Ιμια; Τα μπουγελώματα και τους live ξυλοδαρμούς στις εκπομπές του Ανδρέα Μικρούτσικου; Την αποθέωση του Βασίλη Τερλέγκα; Τις τραγουδίστριες Χριστίνα Δελλή και Αννα Γούλα (η δεύτερη μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ήταν φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών που επινόησε την καλτ περσόνα της προς βιοπορισμό); Και κυρίως τον Βασίλη Λεβέντη που σήμερα είναι ρυθμιστής κοινοβουλευτικών ισορροπιών;

Η καλλιέργεια αυτής της trash κουλτούρας γεφύρωσε το περιθώριο με την κεντρική σκηνή. Και κάπως έτσι αποτυπώθηκε στον πολιτικό λόγο, αρχής γενομένης από τις μούντζες του Ευάγγελου Γιαννόπουλου και τις δηλώσεις του περί «κωλόσπιτων» και «πολιτιστικών κέντρων» που έβαλαν σε δεύτερο πλάνο το ουσιαστικό πολιτικό και, ακόμη περισσότερο, νομικό έργο του. Κάποια στιγμή τα έντονα συμπτώματα της ασθένειας μπορεί να πέρασαν. Η ευπάθεια όμως έμεινε. Οταν λοιπόν, στο παρελθόν, έχουμε εκστασιαστεί με τον Τερλέγκα και έχουμε ξεσαλώσει με το «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή, απόψε ένας ναύτης το κορμί μου αμελεί», έχουμε ανοίξει οι ίδιοι την πόρτα για να μπουκάρει ο Παύλος Πολάκης με πεσκέσι τις κόπι πάστες του.