Πήρε τηλέφωνο η Μαρία του Βορρά.

–Σταμάτη στη σχολή να διδάξω Σολωμό και Κάλβο ή…

–Τι Κάλβο Μαρία μου, ποιος δεκαοχτάρης που τον πνίγουν οι χυμοί του θα κάτσει να αποστηθίσει «ας μη βρέξει ποτέ το σύννεφο», ποια φοιτήτρια που έτσι και περνάει αγόρι από δίπλα ορθώνονται οι ρόγες της να σκίσουν το μπλουζάκι θα στέρξει να δώσει άλλο νόημα στο «Ανέβα την αράβιον Οθωμανέ φοράδα; την φυγήν κατεγκρήμνισον· Ελληνικά θηρία σε κατατρέχουν»; Ποιος έφηβος, με ποιο μέτρο θα μετρήσει τα «δάχτυλα στο φιλιατρό»;

–Μα καλά δεν λέω να φτάσουμε στα άκρα, στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος».

–Θήτα σκέτο θήτα. Δεν έχει νι. Της «Ζάκυθος».

–Να, είδες κι εγώ μπερδεύομαι, γι’ αυτό σου λέω, δεν πρέπει κι αυτά τα καημένα, όχι να αναλύσουν, να πάρουν έστω μια μυρουδιά ένα ποιητικό μύρο. Σκέφτομαι να τους προτείνω τη «Φαρμακωμένη».

–Μα τον φαντάζεσαι τον πρωτοετή, μετά από μια ολονυχτία καρφωμένος στο πισί, μπουκωμένος με όλα του φέις-μπουκ τα σκουπίδια κι αφού έχει γκουγκλάρει σύμπασες τις τσόντες του ντουνιά, να ξυπνήσει και να απαγγείλει δαγκώνοντας το μαξιλάρι, «Τα τραγούδια μου τα ‘λεγες όλα, τούτο μόνο δε θέλει το πεις, τούτο μόνο δε θέλει τ’ ακούσεις αχ! Τη πλάκα του τάφου κρατείς».

–Ε και τι να κάνω γιά; Να τους αφήσουμε έτσι «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί»; Δεν μου πάει η καρδιά.

–Μπορεί να ‘χεις και δίκιο. Ξέρω ‘γω; Βλέπεις με πέτυχες και στις μαύρες μου. Είδα και στην τηλεόραση σήμερα την Κυρία Θάνου που θέλει να καβατζώσει την καρέκλα μέχρι τα 80 της. Επεσα και σε μια αφίσα για του Τσίπρα το Συνέδριο. Ξέχασα στο φινάλε κι ένα ραντεβού για δουλειά. Τι να σου πω. Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Διόνυσος. Ή ο άγιος Πορφύριος που είναι και προστάτης των ηθοποιών. Οι άλλοι τι τους διδάσκουνε;

–Τι να σου πω Σταμάτη μου, από Σάρα Κέιν το πάνε σε Σάρα Κέιν το φέρνουνε. Και να πεις ότι καταλαβαίνουνε τίποτα τα καημένα; Πέφτουνε στα πατώματα και ουρλιάζουνε βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα δεκαοχτώ χρονώ κορμάκια. Χάλια χάλια. Γι’ αυτό λέω, μήπως ο Κάλβος…

–Για ποια ωδή λες.

–Λέω το «Εεφχέ».

–Τι είναι το «Εεφχέ».

–Οχι το «Εεφχέ», το «Ε-παύλα-εφχέ». Οι ευχές πώς το λένε ελληνικά.

–Α, «Αι ευχαί». Τώρα κατάλαβα. Ετσι που καταντήσαμε ούτε τις ευχές δεν καταλαβαίνουμε. Αφού και το κομπιούτερ μου το βγάζει κόκκινο. Για πε πώς πάει αυτό.

–Ακου:

«Tης θαλάσσης καλήτερα / φουσκωμένα τα κύματα

‘να πνίξουν την πατρίδα μου / ωσάν απελπισμένην,

/ έρημον βάρκαν.

Σ την στεριάν, ‘σ τα νησία / καλήτερα μίαν φλόγα

‘να ιδώ παντού χυμένην, / τρώγουσαν πόλεις, δάση,

/ λαούς και ελπίδας.

Kαλήτερα, καλήτερα / διασκορπισμένοι οι Ελληνες /

‘να τρέχωσι τον κόσμον, / με εξαπλωμένην χείρα

/ ψωμοζητούντες·

Παρά προστάτας ‘νάχωμεν. / Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν

πλούτη ή μεγάλα ονόματα, / με ποτέ δεν εθάμβωσαν

/ σκήπτρων ακτίνες».

Λέει κι άλλα, πολλά, να στο διαβάσω όλο;

–Οχι. Το τέλος μόνο θέλω. Το τέλος.

–Λοιπόν να πώς τελειώνει.

«… Δεν με θαμβόνει πάθος / κανένα· εγώ την λύραν

/ κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι / σιμά εις του μνήματός μου

/ τ’ ανοικτόν στόμα».

Ε τι λες; Σταμάτη μ’ ακούς;

–Τον Κάλβο λέω. Ναι. Τον Κάλβο να διδάξεις. Τον Κάλβο.