Σε διάστημα λίγων ημερών, δύο πιτσιρικάδες 13 και 14 ετών έγιναν πρωτοσέλιδα στον διεθνή Τύπο γιατί οι προπονητές τους αποφάσισαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνουν το μεγάλο βήμα στην καριέρα τους. Η ιστορία δείχνει πως οι πιθανότητες να αποδειχτεί άλμα στο κενό είναι περισσότερες από το να είναι άλμα προς τη δόξα.

Την αρχή έκανε ο 13χρονος κοντορεβιθούλης Καραμόκο Νταμπελέ, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τις ακαδημίες της Σέλτικ σε παιχνίδι ομάδων κάτω των 20 ετών. Τα βρετανικά ταμπλόιντ που τρελαίνονται για τέτοιες ιστορίες αφιέρωσαν μεγάλο χώρο στον πιτσιρικά ενώ ανακάλυψαν και ενδιαφέρον του Πεπ Γκουαρντιόλα για τον νέο Μέσι.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΣ. Μετά τον Νταμπελέ σειρά πήρε ένας 14χρονος Τούρκος, ο Μουσταφά Καπί. Ο ολλανδός προπονητής της Γαλατασαράι Γιαν Ολντε Ρίκερινκ θεωρεί πως στο πρόσωπο του Καπί έχει ανακαλύψει τον νέο Πογκμπά και προσπαθεί να τον καθιερώσει με κάθε τρόπο. Στο φιλικό παιχνίδι με τη Λέφσκι Σόφιας στο στάδιο Γκεόργκι Ασπαρούχοφ έσπρωξε τον Καπί στα νάματα της ιστορίας της Γαλατά, καθώς έγινε ο νεότερος παίκτης που αγωνίστηκε ποτέ με την τουρκική ομάδα.

Είναι κοινός τόπος το να βλέπουν οι προπονητές χαρακτηριστικά σπουδαίων παικτών σε φιντάνια. Το ζήτημα ωστόσο, είναι ο τρόπος αξιοποίησης αυτών των παικτών, η πλειονότητα των οποίων μετατρέπονται σε «φαντάσματα» όπως αποκαλούν στην Αγγλία τα χαμένα ταλέντα.

Στο σύστημα των αγγλικών ακαδημιών προπονούνται 12.500 παιδιά εκ των οποίων μόλις το 0,5% που έχουν ηλικία κάτω των 9 ετών θα καταφέρουν να φτάσουν μέχρι την πρώτη ομάδα. Το ποσοστό θεωρείται φυσιολογικό και είναι αντίστοιχο με άλλα αθλήματα.

Ενας εκ των ανιχνευτών ταλέντων, ο Νικ Λέβετ, που θεωρείται ειδικός στις ηλικίες 8 – 11 ετών, υποστηρίζει πως «όποιος λέει ότι μπορεί να διακρίνει έναν επαγγελματία παίκτη στα 5 του ψεύδεται».

Η προώθηση και ανάδειξη ταλέντων είναι ένα πολυδαίδαλο σύστημα στο οποίο μετέχουν επίσης οι γονείς και οι ίδιοι οι νεαροί παίκτες με τον τρόπο που σκέφτονται και συμπεριφέρονται.

Σύμφωνα με τον Λέβετ, «οι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους σε πέντε διαφορετικές ομάδες και συμμετέχουν κάθε βράδυ σε αγώνες πιστεύοντας πως όσο περισσότερο ποδόσφαιρο παίζουν τόσο καλύτεροι θα γίνουν».

Ερευνες των νορβηγών επιστημόνων Στιγκ Αρβε Στέθερ και Νιλς Πέτερ Ασπβικ κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όσο περισσότερο προπονούνται οι επίδοξοι άσοι του ποδοσφαίρου τόσο μειώνονται οι πιθανότητές τους να προωθηθούν στις ομάδες τους.

«Συχνά ακούμε πως το να γίνεις καλός πρέπει να προπονείσαι πολύ. Αυτοί οι παίκτες προπονούνται τόσο πολύ που αυξάνουν τον κίνδυνο τραυματισμού από την κατάχρηση, ενώ διατρέχουν τον κίνδυνο να υπερπροπονηθούν. Είναι επίσης δύσκολο να διατηρήσουν το κίνητρό τους χωρίς επαρκή χρόνο αποκατάστασης», εξηγεί ο Ασπβικ.

Ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών είναι επίσης σημαντικό κομμάτι στο οποίο δίνουν μεγάλη σημασία οι προπονητές των ακαδημιών. Σύμφωνα με τον Λέβετ πολλοί νεαροί παίκτες έχουν απορριφθεί από σκάουτ λόγω της κακής συμπεριφοράς τους στον αγωνιστικό χώρο.

ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ. Πρόσφατα έγινε γνωστό πως ο Πεπ Γκουαρντιόλα έδωσε εντολή ώστε οι παίκτες κάτω των 18 ετών της ακαδημίας της Μάντσεστερ Σίτι να φορούν μόνο μαύρα παπούτσια. Πρόκειται για μία κίνηση που δείχνει την ταπεινότητα που πρέπει να επιδεικνύουν οι ποδοσφαιριστές σε ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις και εύκολο πλουτισμό. «Θέλουμε οι παίκτες της Μάντσεστερ Σίτι να εκπροσωπούν τον σύλλογο με τον σωστό τρόπο, όχι μόνο όταν βρίσκονται στον αγωνιστικό χώρο αλλά και έξω απ’ αυτόν. Δεν έχει σημασία αν τα παιδιά μιλούν με την καθαρίστρια ή με τον διευθύνοντα σύμβουλο. Απαιτούμε να δείχνουν πάντοτε σεβασμό», λέει ο διευθυντής της ακαδημίας Τζέισον Γουόλκοξ.

Ενας από τους αποφοίτους της σχολής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Μαντς Τιμ, αποκάλυψε τις προάλλες πως η περίφημη τάξη του ’92 –Μπέκαμ, Γκιγκς, Σκόουλς, Μπατ, αδερφοί Νέβιλ –η οποία το 1999 οδήγησε τους Κόκκινους Διαβόλους στην κατάκτηση του τρεμπλ, υπέφερε υπό τις οδηγίες του Φέργκιουσον όπως οι σκλάβοι και τους παρακινούσε με όπλο τον φόβο. Κατά τον Τιμ, οι Μπέκαμ και Σία προσαρμόστηκαν άριστα σε αυτές τις συνθήκες. Δεν θα μπορούσε να συμβεί όμως το ίδιο και σήμερα γιατί οι συνθήκες έχουν αλλάξει.