θάνατη φάρσα! Εγραφα παλιότερα πως το πρώτο μπουλβάρ παίχτηκε εκείνη τη μοιραία αυγή στον Παράδεισο όταν οι αφελείς πρωτόπλαστοι παγιδεύτηκαν από τον μεταμορφωμένο σε Οφι διάβολο. Με τον καιρό σκέφτηκα ωριμότερα και κατέληξα σε μια πιο σύνθετη διαπίστωση: ο πυρήνας εκείνου του τρίο είχε όλα τα στοιχεία που αργότερα θα κατακυριεύσουν το παγκόσμιο θέατρο. Το ζεύγος και ο τρίτος, αλλά ο τρόπος, η μέθοδος που κυριάρχησε στην παραδείσια πρώτη εκδοχή είναι ο κανόνας της φάρσας. Βέβαια, ο όρος φάρσα είναι λατινικός και νεότερος και σημαίνει το «παραγέμισμα», την υπερβολή, την αυξημένη δόση, ακόμη και τη σώρευση και το ανακάτεμα υλικών αλλοπρόσαλλων, κάτι σαν τη ρώσικη σαλάτα. Με γοητεύει πάντως η ιδέα πως ο θεατρικός όρος προέρχεται από την αυτοσχεδιαστική μαγειρική, τη λαϊκή κουζίνα.

Η νοικοκυρά της λαϊκής, όπου γης, κουζίνας ανακατεύει υλικά, πειραματίζεται, τολμά και χωρίς να θέλει να αιφνιδιάσει εν τέλει αιφνιδιάζει τους συνδαιτυμόνες της, άλλοτε θετικά κι άλλοτε δυσάρεστα. Στον ελληνικό Καραγκιόζη η πείνα της φαμίλιας του πατριάρχη του θιάσου σκιών, όταν η Καραγκιόζαινα κάθε φορά που φεύγει ο ξυπόλητος «ήρωας» τον ρωτά τι θα βάλει στο τσουκάλι απαντά «κάτι τουρλού – τουρλού» και συμπληρώνει «τουρλού – τουρλού κουκιά»!

Ναι, η θεατρική φάρσα είναι ένα σκηνικό έδεσμα τουρλού – τουρλού. Λίγο απ’ όλα. Γι’ αυτό και εγώ τουλάχιστον το θεωρώ ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματα της σκηνικής γραφής. Χιλιάδες οι δραματικοί συγγραφείς, χιλιάδες οι κωμωδιογράφοι, αν και λιγότεροι, ελάχιστοι οι συγγραφείς φάρσας. Στην ελληνική παραγωγή ενάμιση αιώνα είναι πρόβλημα αν μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Είναι πάντως σημαντικό να διαπιστώσουμε πως εδώ στην Ελλάδα των θριάμβων των νόθων ειδών δημιουργήθηκε το υβρίδιον (το τερατάκι, δηλαδή) φαρσοκωμωδία, του οποίου προσωπικά είμαι λάτρης και το έχω θετικά αναλύσει και σε σοβαροφανή πανεπιστημιακά συνέδρια. Οπως όλα τα νόθα είδη έχει δυναμική και όρεξη ελατηρίου για επιβίωση.

Εχω κι άλλοτε αναλύσει τα δομικά στοιχεία και τα ποιοτικά υλικά της φαρσοκωμωδίας. Αλλά η φάρσα είναι άλλο πράγμα. Η φάρσα είναι πρόγονος του παράλογου θεάτρου, χωρίς βεβαίως να ενέχει το φιλοσοφικό υπαρξιακό αβγό που γέννησε το θέατρο του παραλόγου. Η φάρσα είναι η ουσία του όρου παράλογο, εξωφρενικό, παράδοξο, αλλοπρόσαλλο, ανατρεπτικό και η θεατρική εκδοχή του αναρχισμού.

Η ΑΣΕΒΕΙΑ ΤΗΣ ΦΑΡΣΑΣ. Ενα άλλο επίσης θεμελιώδες γνώρισμα της φάρσας είναι η ασέβεια σε κάθε ηθικό, αισθητικό, πολιτικό, οικονομικό κατεστημένο, νόμιμο ή καθιερωμένο.

Η φάρσα χλευάζει την οικογένεια, τον έρωτα, την πίστη σε ιδέες και αρχές, σε κανόνες βίου, σε συμβάσεις συνύπαρξης, σε συμφωνίες οικονομικής φύσεως. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ανατρέχοντας στην ιστορία της φάρσας ότι προσπαθεί να επιστρέψει στις αρχές της κοινωνικής συμβίωσης, στη σκοτεινή εποχή που κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης και πριν επιβληθούν με τη βία ή με το συμφέρον οι νόμοι που εγκαινίασαν τις κοινωνίες του κράτους Δικαίου.

Στη φάρσα λειτουργούν αυθαίρετα οι νόμοι της ζούγκλας, η κτητικότητα, η ζήλεια, η βουλιμία, ο εγωτισμός, η ηδονή σε κάθε μορφή της και η επιδίωξη της ικανοποίησης του ενστίκτου. Γι’ αυτό στη φάρσα απουσιάζει τελείως η ηθική και ως εκ τούτου οι χαρακτήρες, όπως τους έχει διαμορφώσει και κωδικοποιήσει η παιδεία του πολιτισμού.

Να γιατί οι θεατρικές φάρσες έχουν τεράστια επιτυχία όταν είναι πραγματικές φάρσες, δηλαδή εκτός ορίων και όρων της κοινωνικής σύμβασης.

Διότι ο άνθρωπος για λίγο, για δύο ώρες, επιστρέφει στη ζούγκλα, στην πρωτόγονη ζωή και αν θέλετε στην παιδικότητα. Διότι σαφώς το παιδί πριν στρεσαριστεί και εγκλωβιστεί, πριν παγιδευτεί στις κοινωνικές συμβάσεις και στον «έννομο βίο» για λίγο επαναλαμβάνει ως ζώο γεμάτο ένστικτα πράξεις, επιθυμίες και ακραίες αψιθυμίες της ιστορίας της πρωτόγονης ανθρωπότητας. Αφοδεύει όπου να ‘ναι, ουρεί, φτύνει, σχίζει, χαλάει τα δώρα του παππού και του νονού. Κλαίει όταν θέλει και για ακατανόητους λόγους, και γελάει στο πένθος, και χαλάει τη γιορτή.

Αυτό κάνει η φάρσα και γι’ αυτό μας αρέσει. Μας επιστρέφει στην παιδικότητα και μας τσαλακώνει τη σοβαρότητα, τη νομιμότητα, την ηθικότητα και την καλαισθησία.

Οι περισσότεροι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς θριάμβευσαν στη φόρμα της φαρσοκωμωδίας. Αυτό συνέβη, όπως έχω ξαναγράψει, από ανάγκη –κυρίως στη μεταπολεμική εποχή των πολιτικών διωγμών, των απαγορεύσεων, του συντηρητισμού –να ξεπεράσουν τη λογοκρισία κι έτσι έντυσαν την κριτική, τη σάτιρα και την κωμικότητα των θεσμών και των ηθών με φαρσικό μανδύα. Λίγες είναι οι καθαρόαιμες φάρσες που δεν σκαμπάζουν από αρχές και αξίες. Αναφέρω από τους πατέρες του ελληνικού θεάτρου τη φάρσα «Δεν είμαι εγώ» του Ξενόπουλου. Φάρσες σαν του Λαμπίς, του Φεϊντό, του Ντε Φιλίπο στην Ελλάδα μόνο οι Παπαθανασίου – Ρέππας έγραψαν και ευτύχησαν.

Αφήνουν να εννοηθεί στα προλογικά τους κείμενα πως εμπνέονται από την κοινωνική, οικονομική και ηθική δυστοπία του καιρού και του τόπου και πως επιδιώκουν να εκθέσουν στη σκηνή μια σατιρική κωμική εκδοχή της ζωής μας. Είναι το πρόσχημα. Δεν κρύβεται η δαιμόνια επιδίωξή τους να ξεκουρδίσουν το πιάνο, να διαλύσουν το ρολόι, να σπάσουν την κούκλα του νονού, να φτύσουν στο φαΐ της μαμάς και να κατουρήσουν στο χρηματοκιβώτιο του μπαμπά.

Φάρσα είναι το «Βάφ’ τα μαύρα» των δύο αυτών δαιμόνιων δραματουργών, γιατί δεν υπάρχουν χαρακτήρες, όπως το ζητάει η κλασική κωμωδία, που καταδικάζονται για τα πάθη τους και δικαιώνονται για τις εμμονές τους. Παντού κυριαρχούν τα ένστικτα της επιβίωσης που πατούν επί πτωμάτων κυριολεκτικά. Γιατί πάντα στην ιστορία της φάρσας υπάρχει ένας νεκρός, μια νεκροφάνεια, ένας αγνοούμενος πάνω στον οποίον τοκίζουν όλοι το ανύπαρκτο κεφάλαιό τους ή οργανώνουν τις απάτες τους ή σχεδιάζουν την αλληλοεξόντωσή τους. Η φάρσα είναι ανελέητη, ανήθικη, κιτς, σπάταλη σε στρατηγικές και διαβολική σε τακτικές –όπως ακριβώς η ανθρώπινη κοινωνία! Προσοχή! Η ανθρώπινη. Γιατί οι αγέλες των ζώων και τα μονήρη θηρία σκοτώνουν και τρέφονται κυνηγώντας άλλα θηρία και ποτέ, μα ποτέ, ζώα της οικογενείας τους, του είδους τους, της ομοταξίας τους!

Είναι πολύ σημαντικό που οι έλληνες ηθοποιοί από ένστικτο κυρίως (διότι φάρσα δεν διδάσκεται στις δραματικές σχολές. Εγώ που δίδαξα φάρσα –ελληνική και ξένη –στο Πανεπιστήμιο αντιμετωπίστηκα ως επιστημονικό ζόμπι!) παίζουν με κέφι, ρυθμό, τρέλα και παραλογισμό φάρσα. Και τα πάνε μια χαρά.

Ιδού ο θίασος του θεάτρου Λαμπέτη, πλην της Νικολέττας Βλαβιανού, της Μαρίας Φιλίππου, του Γιάννη Τσιμιτσέλη και της ταλαντούχας Νίκης Λάμη, που έχουν και πείρα και φαντασία και τεχνική, οι υπόλοιποι –Γρηγορόπουλος, Ζησάκης, Κυριάκος, Σταυρακέλλη (έξοχη!), Στογιάννη –δημιουργούν μιαν εύφορη και με μαύρο χιούμορ παράσταση με την καθοδήγηση των δύο συγγραφέων.

Τα σκηνικά (Τζιάτας) και τα κοστούμια (Καροπούλιου), οι φωτισμοί (Τζιόγκας) αρμόδιο πλαίσιο για την όλη φαρσική πανδαισία.

Κείμενο – σκηνοθεσία:

Θανάσης Παπαθανασίου και Μιχάλης Ρέππας

Σκηνικά:

Ιούλιος Τζιάτας

Κοστούμια:

Μαρία Καραπούλιου

Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας

Παίζουν:

Νικολέττα Βλαβιανού, Χάρης Γρηγορόπουλος, Ευθύμης Ζησάκης, Σπύρος Κυριάκος, Νίκη Λάμη, Μαίρη Σταυρακέλλη, Δήμητρα Στογιάννη, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Μαρία Φιλίππου

Πού:

Θέατρο Λαμπέτη, Λεωφόρος Αλεξάνδρας 106, τηλ. 210-6457.086