Ιάπωνες επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν υγιή ποντίκια από ωάρια που δημιούργησαν εξ ολοκλήρου στο εργαστήριο από δερματικά κύτταρα ενήλικων ποντικιών.

Τα ποντικάκια που γεννήθηκαν από τα τεχνητά ωάρια ήσαν υγιή και απέκτησαν απογόνους.

Οι ειδικοί λένε ότι τα ευρήματα αυτά, που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Nature»,γεννούν ελπίδες ότι στο μέλλον θα είναι εφικτή η χρήση τεχνητών ωαρίων σε ζευγάρια που χρειάζονται θεραπείες υπογονιμότητας. Ωστόσο θα απαιτηθούν πολλά ακόμα χρόνια έρευνας στο εργαστήριο έως ότου αρχίσουν δοκιμές σε ανθρώπους, τονίζουν.

Οι επιστήμονες έχουν ήδη δημιουργήσει σπερματοζωάρια στο εργαστήριο,αλλά σε εκείνη την περίπτωση είχαν χρησιμοποιήσει ανώριμα γεννητικά κύτταρα που λαμβάνονται από τους όρχεις.

Η μετατροπή ενός ενήλικου δερματικού κυττάρου σε ωάριο είναι πολύ πιο απαιτητική διαδικασία, λένε οι ειδικοί.

Όπως γράφουν στο άρθρο τους ο δρ Κατσουχίκο Χαγάσι, καθηγητής στο Τμήμα Βιολογίας & Ιατρικής Βλαστοκυττάρων του Πανεπιστημίου Kyushu, και οι συνεργάτες του, έλαβαν κύτταρα από την ουρά ενός ποντικού και τα επαναπρογραμμάτισαν για να γίνουν πάλι ανώριμα, αρχέγονα βλαστικά κύτταρα.

Στη συνέχεια, καλλιέργησαν αυτά τα κύτταρα με τρόπο ώστε να μετατραπούν σε ωάρια.

Όσα από αυτά τα ωάρια ήσαν υγιή και βιώσιμα, γονιμοποιήθηκαν στο εργαστήριο με σπερματοζωάρια και τα καλύτερα από τα έμβρυα που δημιουργήθηκαν τοποθετήθηκαν στις μήτρες ενήλικων θηλυκών ποντικιών που τελικά γέννησαν υγιή ποντικάκια.

Η όλη διαδικασία εγείρει διάφορα ερωτήματα, ένα από τα οποία αφορά την ασφάλειά της, διότι αν λ.χ. υπάρχουν γενετικά ελαττώματα στα τεχνητά ωάρια, μπορεί να περάσουν στις επόμενες γενιές.

Όπως και να ‘χει, «η μέθοδος αυτή μπορεί στο απώτερο μέλλον να είναι χρήσιμη για τις γυναίκες που χάνουν νωρίς στη ζωή τη γονιμότητά τους, αλλά και για τη βελτίωση των κλασικών θεραπειών της υπογονιμότητας», εκτίμησε ο δρ Ρίτσαρντ Άντερσον, καθηγητής στο Κέντρο Αναπαραγωγικής Υγείας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.

«Εν τούτοις, οι πολύ προσεκτικές αναλύσεις στη συγκεκριμένη εργασία αποδεικνύουν την πολυπλοκότητα της μεθόδου και την απόστασή της από την βέλτιστη εκδοχή που θα μπορούσε να δοκιμαστεί σε ανθρώπους».