«Η μεγάλη επιστροφή»: «Δεν θυμάται τίποτα, μονάχα τα λάθη μου» φωνάζει η Νταν-Νταν, απελπισμένη κόρη της Φενγκ (την ενσαρκώνει η Γκονγκ Λι). Η τελευταία δείχνει να μην αναγνωρίζει τον αγαπημένο της σύζυγο Λου, έναν πολιτικό κρατούμενο που έχει μόλις απελευθερωθεί (βρισκόμαστε στην εκπνοή της κινεζικής Πολιτιστικής Επανάστασης) –η κόρη της όμως απευθύνεται οργισμένα όχι μόνο στη μητέρα, αλλά και στο κέντρο εξουσίας που η ίδια εκπροσωπεί. Ο ίδιος ο Ζανγκ Γιμού βέβαια μπορεί να δηλώνει πως πρόκειται για μια ιστορία αγάπης χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό υπόβαθρο, βασίζεται όμως σε ένα μυθιστόρημα της Γκέλινγκ Γιαν που ποτέ δεν έκρυψε τις καταβολές της (μιλάμε άλλωστε για τη συγγραφέα τού «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» και του «Να Ζεις», βιβλία που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από τον ίδιο σκηνοθέτη). Προσωπικά, θυμήθηκα τις ανάλογες δηλώσεις του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, ο οποίος σχεδόν σε κάθε του ταινία καταγράφει το αποτύπωμα ενός απάνθρωπου καθεστώτος, τηρώντας μια ανάλογη σιγή στις συναναστροφές του με τον Τύπο.

Λογικές και οι δύο αντιδράσεις: ο μεν Τζεϊλάν δεν είναι διατεθειμένος να τραβήξει του Γκιουνέι τα πάθη, ο δε Γιμού έχει ήδη πολλά δυσάρεστα να θυμάται. Αλλωστε, προτού καν γεννηθεί ήταν ήδη στιγματισμένος: η οικογένειά του είχε στηρίξει το Εθνικιστικό Κόμμα Κουόμιντανγκ –που είχε συντριβεί στον εμφύλιο πόλεμο. Ετσι, ο Γιμού βρέθηκε στα χωράφια από μικρό παιδί και στη συνέχεια στα εργοστάσια μέχρι το 1978 –καταναγκαστική εργασία που του επιβλήθηκε από το μαοϊκό καθεστώς για «επιμορφωτικούς» λόγους. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών αγόρασε μια κινηματογραφική κάμερα με το αίμα του, το οποίο και πωλούσε σε κέντρο ιατρικών ερευνών επί πέντε μήνες. Οι πρώτες του ταινίες διακρίθηκαν στο εξωτερικό, στη χώρα του όμως τα προβλήματα με το καθεστώς ήταν πολλά –προβλήματα που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά την απαγόρευση των κινηματογραφημένων «Κόκκινων φαναριών» στην Κίνα του.

Η ταινία αυτή λοιπόν αποτελεί και τη συμφιλίωση του Γιμού με το παρελθόν του. Γι’ αυτό και κουβαλά τέτοια συγκινησιακή φόρτιση, γι’ αυτό και ο θλιβερός αποχωρισμός του ζευγαριού στο εναρκτήριο μέρος της ταινίας αποτελεί κορυφαία μελοδραματική στιγμή, γι’ αυτό και η διαδρομή των ηρώων καταγράφεται με τέτοια φιλμική ευαισθησία που μοιάζει σχεδόν βιωματική. Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης εμπνέεται από όλους τους μεγάλους της Δύσης, από τον Ντέιβιντ Λιν της «Σύντομης συνάντησης» μέχρι τον Ρόμπερτ Μπέντον του «Κράμερ εναντίον Κράμερ». Και ενσωματώνει με χάρη τις επιρροές του σε ένα σπαραξικάρδιο μελόδραμα. Βαθµοί: 7