Αλμοδοβαρισμοί

«Χουλιέτα»: Τίτλος ταινίας, αλλά και το όνομα μιας ηρωίδας. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει στις μελοδραματικές ιστορίες που αγαπά. Και η Χουλιέτα γράφει γράμματα στην από καιρό εξαφανισμένη κόρη της, μέσω των οποίων ξετυλίγεται μια αφήγηση που χρωστά πολλά τόσο στο σινεμά όσο και στη λογοτεχνία: η σεναριακή αναφορά της Πατρίσια Χάισμιθ δεν είναι τυχαία. Κουβαλά όμως έναν κάποιο ναρκισσισμό, τον ίδιο που συναντάμε σε αρκετά φιλμ της τελευταίας περιόδου του κάποτε αναρχικού κινηματογραφιστή, που εδώ μοιάζει να επαναπαύεται στα αγαπημένα του παιχνίδια. Φυσικά, μιλάμε για τον Αλμοδόβαρ που, όπως και να το κάνουμε, παίζει το σινεμά στα δάχτυλα (η σκηνή στο τρένο που παραπέμπει στον Χίτσκοκ), ενώ οι ερμηνείες των Εμα Σουάρεθ και Αδριάνα Ουγάρτε είναι εξαιρετικές. Εχεις όμως την αίσθηση πως το έχεις ξαναδεί το έργο, και μάλιστα σε καλύτερη εκδοχή, από τον ίδιο σκηνοθέτη.

Βαθμοί: 6

Επιτέλους, απολαυστική δράση

«Ο λογιστής»: Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιάζουσα περίπτωση, μια ταινία «δημιουργού» μασκαρεμένη ως b-movie. Από τη μια έχεις όλες τις απιθανότητες του είδους: ένας λογιστής (Μπεν Αφλεκ) με επικίνδυνους πελάτες, μάγος στα μαθηματικά, ειδικευμένος στις πολεμικές τέχνες, με βαρύ παρελθόν και αδιευκρίνιστο μέλλον που καταδιώκεται από τους πάντες και ερωτεύεται για πρώτη φορά. Και από την άλλη, πρόκειται για μια ταινία του Γκάβιν Ο’ Κόνορ που, δίχως να θέλουμε να αποκαλύψουμε ένα από τα σεναριακά twist της ταινίας, καταπιάνεται και εδώ με τους οικογενειακούς δεσμούς και τα σημάδια που αυτοί αφήνουν. Η επιτυχία του σκηνοθέτη να περιπλέξει τρεις παράλληλες αφηγήσεις δίχως να μας αποπροσανατολίσει, δουλεύοντας τόσο το σασπένς όσο και το δράμα που τρέχει υπογείως, είναι διόλου ευκαταφρόνητη, έστω κι αν δεν ολοκληρώνει εντέλει ένα μεγάλο φιλμ, όπως έκανε στο παρελθόν με το αριστουργηματικό «Warrior». Εν ολίγοις, ένα εξαίσιο δείγμα καθαρά ψυχαγωγικού σινεμά. Καιρό είχε να μας τύχει.

Βαθμοί: 6

Εν τάχει

Στο «Belgica» ο γνωστός μας από τα «Ραγισμένα Ονειρα» Φέλιξ Βαν Γκρόνινγκεν αφηγείται την ιστορία ενός μπαρ και των δύο αδελφών ιδιοκτητών του, στήνοντας ένα παραμύθι δραματικών αποχρώσεων και έντονων ταχυτήτων. Δεν αγγίζει τα ύψη του προαναφερθέντος φιλμ, αλλά είναι αρκούντως μεθυστικό ( Βαθµοί: 5). Μακάρι να περνούσαμε το ίδιο ευχάριστα με το «Ouija: Η πηγή του κακού», σίκουελ μιας ούτως η άλλως μετριότατης ταινίας τρόμου (Βαθµοί: 3), ή με το «Σχολικά γυμνάσια», μια νεανική κωμωδία που αποτυγχάνει τόσο στις κωμικές όσο και στις δραματικές τις στιγμές που σκοντάφτουν σε συμβάσεις άκρως τηλεοπτικές (Βαθµοί: 3).