«Αφού σκλάβος δικός σου είμαι, τι μπορώ να κάνω εγώ. Παρά να φροντίζω τις ώρες, τις στιγμές της ηδονής σου. Στάλα χρόνου ακριβού δεν έχω εγώ πια καμιά. Απραγος θα ‘μαι. Μέχρι εσύ να μου ζητήσεις. Κάτι. Ανήμπορος είμαι. Τον απέραντο κόσμο του χρόνου θα αντέξω. Θα κοιτάζω το ρολόι. Για σένα. Αφέντη μου. Αδιάκοπα. Δεν είναι πικρή η απουσία, όταν φεύγοντας ψελλίζεις στον υπηρέτη σου ένα αντίο. Ανίκανος είμαι. Δεν τολμώ με ζήλεια να σκεφτώ πού μπορεί να είσαι ή τι μπορεί να κάνεις μακριά. Ακίνητος. Σαν σκλάβος όλο θλίψη, σκέφτομαι το τίποτα. Σκέφτομαι μόνο πού βρίσκεσαι, πόσο χαρούμενους τους κάνεις όλους. Ο δικός μου ο έρωτας είναι ανόητος. Ο,τι και να κάνεις, ό,τι και να λαχταράς, σ’ εξιλεώνει».

Είναι η απόδοση του σονέτου 57 του Σαίξπηρ, την οποία ο Θέμελης Γλυνάτσης μεταφέρει στη θεατρική σκηνή μαζί με τον Γιώργο Κουμεντάκη, ο οποίος υπογράφει τη μουσική. Οι τελευταίοι στίχοι είναι οι αγαπημένοι του σκηνοθέτη, όχι όμως και οι μοναδικοί που φωτίζουν τη σκοτεινή σχέση των δύο εραστών του σονέτου. Ο Γιώργος Κουμεντάκης βάζει τα πράγματα στη θέση τους: «Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια σαδομαζοχιστική σχέση, γιατί να μην το πούμε; Εδώ δεν είχε πρόβλημα ο Σαίξπηρ να το πει! Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο στο τέλος του 16ου αιώνα, τι να πούμε εμείς τώρα; Προσπαθούμε να επιβιώσουμε στον πουριτανισμό! Λοιπόν, αυτή η παράσταση ήταν μια ευκαιρία να μιλήσουμε για αυτά που μας καίνε. Σιγά να μην είχε το σονέτο ανάγκη από μας!».

Σας κινητοποίησε πάλι ένας σκοτεινός και παθιασμένος έρωτας.

Θέμελης Γλυνάτσης: «Δεν κάνω και τίποτε άλλο στις παραστάσεις μου. Το έχω κουράσει πια το ζήτημα».

Γιατί μονοπωλεί το ενδιαφέρον σας;

Θ.Γλ.: «Είναι ανεξάντλητο το θέμα: έχει πάρα πολλές πτυχές, είναι δυναμικό, πνευματικό και σάρκινο. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μέσα σε 14 στίχους γίνονται συγκλονιστικά πράγματα».

Γιώργος Κουμεντάκης: «Δεν είναι μόνο το πάθος που κυριαρχεί στο έργο. Υπάρχει ένα κομμάτι που γίνεται βαθιά συγκινητικό: η βαθιά απώλεια και η αναμονή. Πάνω σε αυτά τα δύο στοιχεία χτίσαμε την παράσταση. Ο κεντρικός χαρακτήρας φαντασιώνεται ένα πρόσωπο που το ηρωοποιεί και δεν ξέρει αν είναι πραγματικό. Το τοποθετεί κάπου και με αυτή την απόσταση σχηματίζεται αυτό που αισθάνεται».

Αυτό όμως δεν συμβαίνει στον έρωτα;

Γ.Κ.: «Απολύτως! Επειτα από χρόνια ανακαλύπτεις ότι αυτός ή αυτή που αγαπούσες ήταν κάτι άλλο από αυτό που φανταζόσουν».

Θ.Γλ.: «Αυτή είναι η λογική του σονέτου. Από την εποχή του Πετράρχη, αυτός που έχει σημασία είναι εκείνος που πλάθει την ιστορία, που δίνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του εραστή ή της ερωμένης. Αυτός που λείπει είναι τόσο πορώδης ως έννοια, που σχεδόν δεν υπάρχει. Φετιχοποιείται η απουσία του άλλου. Και γι’ αυτό ευθύνεται ο Πλάτωνας, έτσι όπως περιγράφει τον έρωτα στο “Συμπόσιο” και κυρίως στον “Φαίδρο”. Το σονέτο είναι τελείως μεταπλατωνική φόρμα. Τόσο ο Πετράρχης όσο και ο Σαίξπηρ ακολουθούν τη γραμμή του Πλάτωνα για την έννοια της αντανάκλασης, της εξιδανίκευσης κ.λπ.».

Γ.Κ.: «Και πάντα το ίδιο θα συμβαίνει γιατί έχει κοινό σημείο αναφοράς με την ίδια την ανθρώπινη φύση. Αυτό μπορεί να συνδεθεί και με την τάση που έχουμε όταν πιστεύουμε ότι κάτι, ενώ είναι στατικό, φεύγει προς τα εμπρός και εκείνο που πιστεύουμε ότι εξελίσσεται μένει στάσιμο. Είμαστε ταυτόχρονα στάσιμοι και εν κινήσει δηλαδή. Το αισθάνομαι πολύ έντονα ειδικά μέσα από τη μουσική. Ολη η ενέργεια που καταναλώνω για όλο αυτό που ζω μέσα από την τέχνη είναι ταυτοχρόνως στάσιμη και ανεξέλεγκτη. Και τα δύο έχουν πολύ μεγάλους κινδύνους και μπορείς να φας τα μούτρα σου».

Η παράσταση τι κινδύνους είχε;

Γ.Κ.: «Ολα κρέμονται από μια κλωστή. Ολα είναι στην κόψη του ξυραφιού. Αν αυτή η κλωστή σπάσει, σε αφήνει μετέωρο».

Θ.Γλ.: «Ή και αδιάφορο ακόμα. Γι’ αυτό βάζουμε την έννοια της καταστροφής, της αυτοκαταστροφής, του επικίνδυνου. Προσπαθήσαμε να φτάσουμε τη φόρμα αυτή της παράστασης στα άκρα προσέχοντας να μη σπάσει η κλωστή που λέγαμε. Σαν να τεντώνεις ένα λάστιχο και μόλις αρχίσει να αλλάζει, ξέρεις ότι είναι έτοιμο να κοπεί. Αυτή η φόρμα λειτουργεί σαν υπενθύμιση της καταστροφής. Μας χτυπάει συναγερμό!».

Ποιο είναι το σημείο που νιώσατε ότι η παράσταση αλλάζει χρώμα;

Θ.Γλ.: «Αυτό γίνεται με τη μουσική του Γιώργου, με τις εντάσεις και τις δυναμικές, με τον όγκο των ήχων. Αυτό είναι από μόνο του δραματουργία. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο».

Γ.Κ.: «Υπάρχει ένα κομμάτι όπου ισορροπεί το επικίνδυνο σημείο της αποδόμησης: είναι η γλυκύτητα της μουσικής έκφρασης και μετά επανέρχεται η ρωγμή, η καταστροφή. Με αυτά τα δύο στοιχεία παίζουμε. Και όλα αυτά με απολύτως ευτελή υλικά. Τζετζερέδια, πέτρες, μαχαιροπίρουνα, βότσαλα, κεραμικά. Εκτός από ένα παιδικό μεταλλόφωνο, δεν υπάρχει κανένα άλλο μουσικό όργανο. Και με αυτόν τον τρόπο προκαλέσαμε το επικίνδυνο. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, πας σε μια καθαρή μουσική πράξη που είναι απολύτως προβλεπόμενη. Και μοιάζει σαν αυτοσχεδιασμός, αλλά υπάρχει πλήρης καταγραφή. Υπάρχει η παρτιτούρα που τα εμπεριέχει όλα. Δεν ήθελα να μπω πολύ μέσα στο σονέτο, να ταυτιστώ μαζί του. Το είδα σαν μια οποιαδήποτε εμπειρία που με τροφοδοτούσε με τη χαρά της δημιουργίας. Σαν ένα παιχνίδι που έχει μέσα του μια παιδική αφέλεια αλλά και την καταστροφή».

Θ.Γλ.: «Κυνηγάμε την καταστροφή γιατί ερεθίζει το σώμα».

INFO

Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»: Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη, τηλ. 210-8217.877. Στις 24, 25, 31 Οκτωβρίου και 1, 7 και 8 Νοεμβρίου στις 21.00. Τιμές εισιτηρίων: 15, 10 ευρώ. Παίζουν: Ν. Γκρίτζαλης, Π. Κούγιας, Ν. Κοψιδάς, Β. Λιάκος, Σ. Πακάκης, Σ. Τριάντης, Γ. Φίλιας. Απόδοση: Θ. Γλυνάτσης. Ηχητικός σχεδιασμός: Tim Ward. Μουσική διδασκαλία: Μάρθα Μαυροειδή και Μιχάλης Παπαπέτρου. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου. Αrtwork: Γιώργος Ζαρταλούδης Ζαρτ. Σκηνικά – κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη