Ο τρόπος που ασκεί τα καθήκοντά της η παρούσα κυβέρνηση είναι τόσο ολοκληρωτικός, που την οδηγεί να συμπεριφέρεται και ως η καλύτερη αντιπολίτευση του εαυτού της. Δεν αναφέρομαι στις θεωρητικολογίες του πρόσφατου Συνεδρίου του κυβερνώντος κόμματος, αλλά στην τροπολογία με την οποία ο υπουργός που είναι υπεύθυνος για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα πυροβόλησε τον ίδιο του τον εαυτό και εξέθεσε την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει.

Μόνο το γεγονός της κατάθεσης μιας τέτοιας τροπολογίας, ασχέτως του αν προσωρινά αποσύρθηκε και του αν και πότε θα επανακατατεθεί, δημιουργεί αξεπέραστα νομικά προβλήματα αλλά κυρίως αποκαλύπτει πολιτικές προθέσεις:

n Το περιεχόμενό της, δηλαδή η θέσπιση πολύ αυστηρών κυρώσεων, απαγορεύσεων και προθεσμιών για το κλείσιμο –ο κόσμος το λέει «μαύρισμα» –των λειτουργούντων σταθμών που δεν πήραν άδεια είναι όχι μόνο εκ του περισσού (όλα τα θέματα αυτά ρυθμίζονται και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ξαναρυθμιστούν) αλλά και εκ του πονηρού. Ειδικά η κυρωτική διαδικασία επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα αποκλειστικά στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο και κανένα άλλο πρόσωπο ή όργανο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να επιληφθεί.

n Ο χρόνος που επελέγη για την κατάθεση της τροπολογίας, δηλαδή ακριβώς τις ημέρες που συνεδριάζει, χωρίς να έχει καταλήξει ακόμα σε απόφαση, το Συμβούλιο της Επικρατείας για ζητήματα νομιμότητας της αδειοδότησης, αποτελεί και προσβολή και πίεση στο ανώτατο δικαστήριο –κάτι που, προς τιμήν του, αντιλήφθηκε μέχρι και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Βουλής, χωρίς όμως αυτό να εξαλείφει το ατόπημα της τροπολογίας και την αισχύνη της στοχοποίησης «αντιφρονούντων» δικαστών.

n Η αιτία και η επιδίωξη μιας τέτοιας ρύθμισης είναι επίσης προφανείς: οι νέοι καναλάρχες βιάζονται να εξοβελίσουν τους παλιούς, η δε –έστω και παράνομη –επίσπευση του εξοβελισμού δημιουργεί τετελεσμένα ικανά, στο μυαλό των εμπνευστών τους, να εξουδετερώσουν κάθε δικαστική απόφανση, ελληνική ή διεθνή.

Το μήνυμα που δίνει μια τέτοια τροπολογία είναι σαφές: η πολιτική βούληση της πλειοψηφίας ίσταται υπεράνω του νόμου και δικαιούται να τον παραβιάζει ανοιχτά. Κάποια δικαστήρια θα κληθούν, κάποια στιγμή, να κρίνουν αν οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν συμβατές με τον νόμο, το Σύνταγμα και το κοινοτικό κεκτημένο –μέχρι τότε όμως το τοπίο, στην προκειμένη περίπτωση το ραδιοτηλεοπτικό, θα έχει αλλάξει με τρόπο που θα καθιστά αδύνατη την επάνοδο στην «παλιά νομιμότητα». Με αυτόν τον τρόπο σχετικοποιείται, άρα υπονομεύεται, το κράτος δικαίου, το θεμέλιο όλων των δημοκρατιών του κόσμου –ναι, αγαπητοί κυβερνώντες, των «αστικών» δημοκρατιών, αφού δεν έχουν εφευρεθεί άλλες. Ο ίδιος ο ταγμένος από τον λαό ως τοποτηρητής της νομιμότητας, δηλαδή η κυβέρνηση, αφενός παραβιάζει ανοιχτά τον νόμο και αφετέρου εκπαιδεύει την κοινωνία να θεωρεί τον νόμο μια «τυπικότητα», που όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο «γενικό καλό». Ενα καλό που, συμπτωματικά ασφαλώς, συμπίπτει με το κομματικό.

Κάποιοι θα ονόμαζαν αυτή την τακτική «αριστερή». Οσοι πονάμε τη δημοκρατία έχουμε κάθε δικαίωμα να την αποκαλούμε απλώς αυθαιρεσία.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος