Το κατηγορώ του δικαστικού κόσμου στην προσπάθεια εκβιασμού συναδέλφου τους που έχει λόγο και ψήφο στην Ολομέλεια του ΣτΕ για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών αποτυπώνεται στην κοινή ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών.

Οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων στηλιτεύουν το νοσηρό, όπως το χαρακτηρίζουν φαινόμενο, το οποίο «συνδέεται με μεθόδους που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα». Με σκληρή γλώσσα παίρνουν θέση επί της ουσίας στο μείζον ζήτημα που ήρθε να προστεθεί στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί με επίκεντρο την υπόθεση της χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ενώσεις από τις πρώτες κιόλας γραμμές της ανακοίνωσής τους επισημαίνουν ότι «οι δικαστές της χώρας παρακολουθούμε με αποτροπιασμό και εξαιρετική ανησυχία την κατάντια στην οποία διολισθαίνουν τα δημόσια ήθη». Τα επίμαχα δημοσιεύματα, συνεχίζουν, «δεν έχουν να κάνουν με το δημόσιο συμφέρον, την λειτουργία της ενημέρωσης και την εξυπηρέτηση της αλήθειας· η ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, δικαστή εγνωσμένου κύρους, υποκλέπτεται, διαστρέφεται και προσφέρεται βορά στον καραδοκούντα κίτρινο Τύπο και το μέρος της κοινής γνώμης που διαμορφώνεται από αυτόν, φαινόμενο άκρως νοσηρό που συνδέεται με μεθόδους που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα».

Υπό το βάρος του θεσμικού τους ρόλου οι δικαστές καταγγέλλουν «προσπάθεια εκβιασμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούν μείζονος σημασίας υποθέσεις».

Με βάση αυτά τα δεδομένα οι δύο δικαστικές ενώσεις θεωρούν ότι για να μη μείνει καμία σκιά, η «άμεση αντίδραση της Πολιτείας και κατεξοχήν της Δικαιοσύνης στη δημοσιοποίηση στοιχείων της προσωπικής ζωής δικαστή του Συμβουλίου της Επικρατείας που τυγχάνει, όλως συμπτωματικά, εν προκειμένω να συμμετέχει και στη συνεδρίαση σχετικά με τη συνταγματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων στο τηλεοπτικό τοπίο, είναι αυτονόητα επιτακτική και αναγκαία».