Οσο αισιόδοξοι κι αν υπήρξαμε, θα ήταν αδύνατο να φανταστούμε το 1970, όταν ο Εμμανουήλ Κριαράς μας χάριζε στη Θεσσαλονίκη τη σημερινή σχολιαζόμενη φωτογραφία, ότι θα δημοσιοποιόΥνταν 46 χρόνια αργότερα με τόσο ζωηρά συγκινητικό τρόπο. Στα 91 χρόνια ζωής της, η φωτογραφία όχι μόνο δεν έχει χάσει τη σημασία της, αλλά το τρυφερά εμβριθές κείμενο του ποιητή και πανεπιστημιακού Αντώνη Μακρυδημήτρη την αναδεικνύει σε εντελώς σύγχρονη.

Οταν ο επιμελητής αυτής της σελίδας με ρώτησε προσκαλώντας με ευγενικά για τη συνεργασία, αν αναγνώριζα κάποια από τα πρόσωπα που εικονίζονται στην παρακείμενη φωτογραφία, ομολογώ ότι στην αρχή απάντησα αρνητικά. Οπως και οι περισσότεροι, θαρρώ, από τους φιλομαθείς αναγνώστες που κρατούν στα χέρια τους την εφημερίδα και μου κάνουν την τιμή να διαβάζουν τούτη τη στιγμή αυτές τις αράδες.

Σε προσεκτικότερη παρατήρηση θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι μάλλον δεν πρόκειται για οικογενειακή φωτογραφία –ένας πατέρας με έξι γιους, που είναι όλοι συνομήλικοι και δεν φέρουν παρόμοια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά; Αν απορριφθεί αυτή η εκδοχή, περί τίνος άραγε πρόκειται; Μήπως για μια εικόνα πολιτικού ενδιαφέροντος; Το κεντρικό πρόσωπο στη φωτογραφία, ο περίπου μεσήλικος άνδρας με τον δασύ μύστακα που βρίσκεται καθήμενος στο μέσον της ομήγυρης, είναι κάποιο σημαίνον πρόσωπο στην πολιτική σκηνή; Ενας υπουργός ή πολιτικός αρχηγός με φίλους και συνεργάτες του; Η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί καταφατικά.

Εξάλλου, η προσωπικότητα που μας ενδιαφέρει εδώ δεν βρίσκεται στο κέντρο, όσο στο άκρο δεξιά της φωτογραφίας: στον νεαρό διοπτροφόρο με το σκούρο κοστούμι και τον επιμελημένο λαιμοδέτη σε σχήμα μάλιστα παπιγιόν, όπως και τα λοιπά πρόσωπα που περιβάλλουν τον καθήμενο άνδρα, πλην ενός. Ο νεαρός αυτός θα αναδειχθεί αργότερα στην πορεία του χρόνου σε σπουδαίο επιστήμονα της φιλολογίας, βυζαντινολόγο και νεοελληνιστή, κορυφαίο δημοτικιστή και ρέκτη λεξικογράφο, που απεβίωσε πρόσφατα, προ διετίας, σε βαθύτατο γήρας. Μια χρονική ένδειξη στο κάτω δεξί άκρο της φωτογραφίας παρέχει την πληροφορία ότι αυτή ελήφθη το έτος 1925, όταν ο μετέπειτα λαμπρός επιστήμων ήταν δευτεροετής φοιτητής της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μπορούμε να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι μάλλον πρόκειται για την επίσημη αποτύπωση της συνάντησης ενός καθηγητή (στοιχηματίζω ότι πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Αμαντο) με κάποιους φοιτητές του, ένας εκ των οποίων θα έφτανε στη συνέχεια στις κορυφές του κλάδου και της επιστήμης τους. Ολοι, ωστόσο, διακρίνονται από τη σοβαρότητα και την ευπρέπεια της στάσης τους, αλλά και την αίσθηση της ιστορικότητας της στιγμής: ένας δάσκαλος περιβαλλόμενος από μαθητές του, που κι εκείνοι θα καταστούν κατόπιν δάσκαλοι των δικών τους μαθητών σε μια πορεία και αλληλουχία διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας των πραγμάτων. Γιατί αυτό υπαγορεύει το «ήθος της επιστήμης» (ethos of science), όπως θα το αποκαλούσε λίγο αργότερα ο μείζων αμερικανός κοινωνιολόγος R. K. Merton. Τα γνωρίσματα αυτού του «ήθους» αναφέρονται, ιδίως, στην αντικειμενικότητα και στην αποφυγή των προκαταλήψεων στις αναλύσεις, στη διανοητική εντιμότητα και την ακεραιότητα στην έρευνα και τη μελέτη, στη σεμνότητα και την επίγνωση ότι δεν ξεκινούν ούτε τελειώνουν τα πάντα με εμάς («Αν μπόρεσα να δω μακρύτερα, είναι γιατί στεκόμουν πάνω σε ώμους γιγάντων» είχε γράψει αυτός ο αληθινός γίγαντας της σκέψης, ο Νεύτων), στην ανιδιοτέλεια και την τόλμη στη σκέψη δίχως φόβο, σκοπιμότητα ή τυφλό πάθος, και στον «οργανωμένο σκεπτικισμό» (organized scepticism), ήτοι στην εν γένει μετριοπαθή στάση και την ελεγχόμενη αμφιβολία, που οφείλει να διακατέχει τον ερευνητή ακόμα και για τα δικά του συμπεράσματα και εκτιμήσεις.

Τη στιγμή που λαμβάνεται η φωτογραφία οι νέοι επιστήμονες και ο δάσκαλός τους μοιάζει, συνάμα, να διαπνέονται από την επίγνωση της φύσης και της αποστολής της επιστήμης ως ξεχωριστού όχι απλά επαγγέλματος αλλά λειτουργήματος, όπως είχε ήδη επισημάνει ο κορυφαίος γερμανός κοινωνιολόγος του 20ού αιώνα Max Weber.

Πράγματι, απευθυνόμενος ο Weber το 1918 στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μονάχου διέκρινε σε δύο περίφημες διαλέξεις του, που έμελλε να είναι και οι τελευταίες, τους δύο (ιδεατούς) δρόμους, τρόπους ή τύπους ζωής, που διανοίγονται σε νέους και ικανούς ανθρώπους: την πολιτική ή την επιστήμη ως ξεχωριστό το καθένα επάγγελμα ή μάλλον λειτούργημα, στο οποίο κάποιος με την ανάλογη κλίση και εσωτερική προδιάθεση (ή κλήση) αφοσιώνεται σε αυτό διά βίου με μιαν αίσθηση αποστολής (Politik als Beruf, Wissenschaft als Beruf). Ο δρόμος της πράξης και ο δρόμος της θεωρίας, via activa και via contemplativa, θα λέγαμε με παραπλήσια ορολογία (δανεισμένη από τον Αριστοτέλη και την Hannah Arendt). Η επιλογή είτε της μιας είτε της άλλης πορείας και κατεύθυνσης ζωής προϋποθέτει, τόνιζε ο Weber, την κατανόηση της ιδιαιτερότητας και των απαιτήσεων της καθεμιάς εξ αυτών: στη μια περίπτωση, η βαθύτερη επιθυμία, η συνειδητή επιλογή και η παρόρμηση για την υπηρεσία των κοινών υποθέσεων στη σφαίρα του δημόσιου συμφέροντος και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας με έλλογο πάθος, μέτρο και υπευθυνότητα, ήτοι ετοιμότητα ανάληψης της ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις, εμπρόθετες ή απρόθετες. Στην άλλη, η εσωτερική κλήση για την οδό της επιστήμης συνοδεύεται από την αταλάντευτη προσήλωση στην αναζήτηση της αλήθειας που καταλαμβάνει το σύνολο της ζωής και του πνεύματος του ερευνητή, καθώς πορεύεται με αποφασιστικότητα και τόλμη προς την έξοδο του σπηλαίου της άγνοιας και των πλασματικών ειδώλων, κατά την εντυπωσιακή παρομοίωση που σκιαγραφεί ο Πλάτων στο έβδομο βιβλίο της «Πολιτείας» (και έχει ασφαλώς υπόψη του ο Weber).

Ο καθένας οφείλει να ενδοσκοπήσει και να αφουγκραστεί με προσοχή τη βαθύτερη φωνή (ή κλήση) της συνείδησης ή του «δαίμονα» που κρύβει μέσα του και κατευθύνει τα νήματα της ζωής του, καταλήγει με έναν έκδηλα σωκρατικό τόνο στο δεύτερο δοκίμιό του (περί της επιστήμης ως λειτουργήματος) ο Weber.

Είναι σαφές ότι ο νεαρός που εξεικονίζεται στο δεξί άκρο της φωτογραφίας επέλεξε τη δεύτερη οδό ζωής και διακονίας, αυτήν της επιστήμης, στην οποία αφοσιώθηκε διά βίου –έζησε με αυτήν, για αυτήν και από αυτήν. Γιατί τούτο υπαγόρευε η βαθύτερη κλίση και συναίσθηση της αποστολής του. Καλλιέργησε την αρετή της επιστήμης του κατά τρόπο άρτιο και άριστο καταφέρνοντας έτσι να συμβάλει ουσιαστικά στην αυτοσυνειδησία του έθνους και στην εμπέδωση στη δημόσια σφαίρα (περιλαμβανομένων της Εκπαίδευσης, της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης) της φυσικής λαλιάς του νέου Ελληνισμού (της δημοτικής μας γλώσσας, όσο και της απλούστευσης του τονικού συστήματος στη γραφή της). Για τους λόγους αυτούς, παραφράζοντας κάπως δύο στίχους από το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, θα λέγαμε καταλήγοντας: Οταν μας βρίσκει το κακό, Αδελφοί, ας μνημονεύουμε ανάμεσα στους Δασκάλους του Γένους και το όνομα του Εμμανουήλ Κριαρά!