Πριν από μερικά χρόνια ξαναβρέθηκα στην πόλη όπου γεννήθηκα, έμαθα τα εγκύκλια γράμματα και πέρασα και την εφηβεία έως που κατηφόρισα για την Αθήνα για σπουδές. Είχα επιστρέψει σ’ έναν τόπο όπου είχα πλούσιο απόθεμα αναμνήσεων πικρών και ευφρόσυνων στιγμών, αλλά δεν είχα καμιά ιδιοκτησία ούτε κληρονομιά. Μια ζωή ζούσαμε με ενοίκιο και μάλιστα με συνοίκους. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο (για την κηδεία συγγενούς είχα γυρίσει στον γενέθλιο τόπο) θέλησα να περάσω από τη γειτονιά όπου για 19 χρόνια έζησα. Το σπίτι που κατοικούσαμε ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό αστικό με μαρμάρινα μπαλκόνια που τα στήριζαν λεοντοκεφαλές. Εμείς βέβαια ζούσαμε στο ισόγειο με παράθυρα με σιδεριές και τοίχους πλάτους δυο μέτρα ώστε οι ποδιές των παραθύρων εσωτερικά δημιουργούσαν ένα χώρο στρωμένο με ξύλο που μου επέτρεπε να τον χρησιμοποιώ για γραφείο!! Εκεί έμαθα γράμματα, εκεί έγραψα τα πρώτα μου λογοτεχνικά κείμενα, εκεί σε ηλικία 15 ετών και την πρώτη έμμετρη βυζαντινή τραγωδία «Τσιμισκής»!!

Οταν λοιπόν στον παρόντα χρόνο ξαναπερπάτησα τα αρχαία μονοπάτια που λέει και ο Παλαμάς κι εγώ στα γεράματα, ΤΙΠΟΤΑ δεν μου θύμιζε από τα παλιά. Στάθηκα στο σταυροδρόμι Οθωνος (λεωφόρος) και Αμαλίας, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί σε Βορρά, Νότο, Ανατολή και Δύση έως εκεί που έφτανε ή σκόνταφτε και δεν μου ήταν οικείο. Η παλιά γειτονιά με τα διώροφα νεοκλασικά, με τις εξώπορτες, με τα επίθυρα χεράκια, τις κεραμοσκεπές και τα φουγάρα των τζακιών, τις φωλιές των πουλιών και στα πιο ψηλά τις φωλιές των πελαργών που παρεπιδημούν στα μέρη μας είχε χαθεί. Στη θέση τους άθλιες πολυκατοικίες που δεν ήξερες αν είναι στο Δουργούτι ή σε γειτονιές της Λάρισας, της Τρίπολης, των Σερρών ή του Ηρακλείου.

Δεν είχε να ακουμπήσει το βλέμμα μου σε μια γωνιά απ’ όπου παίρναμε αμπάριζα για να παίξουμε το «κλέφτες κι αστυνόμους», ούτε ένα περίτεχνο στέγαστρο που κουρνιάζαμε ώσπου να περάσει η μπόρα. Αφαντη και η μεγάλη αυλή του γείτονα με τον μεγάλο πλάτανο που ανεβαίναμε τα βράδια, αγόρια και κορίτσια, κι ενώ τάχα τυχαία αγγιζόμασταν τραγουδούσαμε άλλοτε το «Φανταράκι» κι άλλοτε το «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου αναστατωμένα». Στάθηκα στο σταυροδρόμι και προσπαθούσε η μνήμη να ξανασκηνοθετήσει το παρελθόν. Εχοντας ταξιδέψει πολύ στον κόσμο, είχα περπατήσει στο Παρίσι στον ίδιο ακριβώς δρόμο, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου όπου είχε κουβαλήσει στον ώμο του ο Γιάννης Αγιάννης στους υπονόμους τον αναίσθητο Μάριο και ο Ιαβέρης τούς είχε πάρει από κοντά. Είχα σχεδόν πειστεί πως στη Χριστιάνια, την παλιά πόλη δίπλα στο Οσλο, είχα βρει το σπίτι της Εντα Γκάμπλερ, σκοτεινό, με κλειστά τα παράθυρα και τα βρύα να σκαρφαλώνουν στους υγρούς τοίχους. Είχα ακολουθήσει στη Μόσχα τον δρόμο που οδήγησε τον Ρασκόλνικοφ στην ταβέρνα όπου μεθούσε και φλυαρούσε ο αμαρτωλός Μαρμελάντοφ. Στο Σαν Φρανσίσκο άκουσα σ’ ένα καταγώγιο μπλουζ από μια νέγρικη ορχήστρα και είχα την εντύπωση πως δίπλα μας έπινε την τεκίλα του ο Φιτζέραλντ. Στις απομακρυσμένες φτωχογειτονιές του Λονδίνου κυκλοφορούν ακόμη οι προλετάριοι των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και στη Νάπολι οι φτωχοδιάβολοι του Ντε Φιλίπο. Η γειτονιά όπου έζησε και πέθανε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια είναι ένας παγωμένος χρόνος, το ίδιο μυστικός, αμαρτωλός και ξένος, «ξένος πολύ»!

Περιδιαβάζοντας στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή από την Πόλη ώς τη Βηρυτό και από τη Βαγδάτη ώς το Σινά και την Ιερουσαλήμ, μπορείς θαυμάσια να έχεις ως οδηγό τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα.

Πού είναι η Κρήτη του Καζαντζάκη, η Αθήνα του Καραγάτση, του Τερζάκη, η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη και του Βασιλικού, η Μυτιλήνη της «Δασκάλας με τα χρυσά μάτια» του Μυριβήλη, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, η Κέρκυρα του Θεοτόκη, η Ζάκυνθος του Ρώμα, τα Γιάννινα του Δημήτρη Χατζή.

Στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία έχει διατηρηθεί από την εποχή που ιδρύθηκε πριν 600 χρόνια μια αίθουσα όπου οι επισκέπτες υπογράφουν στους τοίχους. Εκεί, αν έχετε υπομονή, θα διακρίνετε την υπογραφή του Καντ, του Νίτσε και του Αϊνστάιν. Εδώ δεν αφήνουμε τίποτα όρθιο για να ακουμπήσει η μνήμη των ατόμων και της Ιστορίας. Οταν ο Εγγονόπουλος έγραφε πως «στα χρόνια μας τα σακάτικα είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς» αναφερόμενος στον Λόρκα, δεν μπορούσε να φανταστεί πως στα χρόνια που ήρθαν τα πνευματικώς ανάπηρα αποκεφαλίζουν τις χάλκινες προτομές των ποιητών για να πουλήσουν το μέταλλο στα χυτήρια. Ακέφαλες οι στήλες που έφεραν τα σεπτά πρόσωπα του Τερζάκη, του Θεοτοκά, του Βενέζη, του Πρεβελάκη, του Μπαστιά, ακέφαλη η στήλη του Καζαντζάκη έξω από τη Νομική Σχολή, όλα έξω από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων με την όλη μνήμη του ελληνικού θεάτρου δύο αιώνων (με τεκμήρια από τον ελληνισμό των παραδουνάβιων χωρών την εποχή του Υψηλάντη και του Καποδίστρια) κλειστό το Θεατρικό Μουσείο, και η έρευνα της ιστορίας του και η μελέτη των αρχείων του φιμωμένη.

Τι μίσος άραγε φωλιάζει μέσα στους σύγχρονους Ελληνες και στους θεσμούς της πολιτείας ώστε να καταστρέφει κάθε τι που θυμίζει το παρελθόν, κτίρια, αρχεία και επιβιώματα. Αλλά τι λέω; Ποιος σήμερα τολμά να βάλει στη συζήτηση τις λέξεις και μόνο παράδοση, γλώσσα, πατρίδα, δηλαδή τα συστατικά της εθνότητας που οριοθέτησε ο Ηρόδοτος για να εξηγήσει με ποια μαγιά ζυμώθηκε το καρβέλι που έθρεψε εκείνους τους προγόνους που πρώτοι ύψωσαν εν ονόματι της ελευθερίας της σκέψης τα τείχη των σωμάτων τους αντιμετωπίζοντας το βαρβαρικό σινάφι. Αλλά για να ξαναέρθω στα αρχικά, δεν αφήσαμε όρθιο τίποτε και από την πρόσφατη Ιστορία μας, π.χ. την ιστορία της αστικής αρχιτεκτονικής Σε λίγο, όσοι, αν υπάρξουν ως δείγματα, νεοέλληνες θέλουν να μελετήσουν την ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής θα καταφεύγουν σε πίνακες ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, του Μόραλη, του Τσαρούχη, του Χαρατσίδη, του Κόντογλου, για να αντιληφθούν μέσα σε ποιο εικαστικό και αισθητικό τοπίο ζουν, αναπνέουν, εργάζονται, αμαρτάνουν, πεθαίνουν και μνημονεύονται οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Μητσάκη, του Ξενόπουλου, της Λιλίκας Νάκου, της Αιμιλίας Δάφνη, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, του Καραγάτση, του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Μπακόλα, του Αλεξάνδρου, του Χατζή, του Ταχτσή…

Οταν ήρθα φοιτητής στην Αθήνα ζούσα σε ένα ενοικιασμένο νεοκλασικό πίσω από το Νοσοκομείο Συγγρού, δίπλα στο άλσος. Εκεί που είναι σήμερα η Μιχαλακοπούλου έρρεε ερχόμενος από την προϊστορία έως το 1956 ο Ιλισός ποταμός. Περπατούσα στις όχθες του όπως ο Σωκράτης, ο Μέγας Βασίλειος (που σπούδασε στην Αθήνα), ο Μακρυγιάννης, ο Ροΐδης, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης. Τώρα άσφαλτος και ταφόπλακα μνήμης. Ενώ στη Ρώμη εκεί που περπατάς σταματάς σε μια μαρμάρινη βρυσούλα που τρέχει ακόμη νερό και διαβάζεις πως απ’ αυτή τη βρύση πριν 800 χρόνια έσκυψε και ξεδίψασε ο Δάντης! Πριν λίγα χρόνια διασωζόταν ακόμη το καφενεδάκι – ταβερνάκι που σύχναζε στο Κολωνάκι ο Παπαδιαμάντης όπου και φωτογραφίστηκε για μοναδική φορά από τον Νιρβάνα. Πάει κι αυτό.

Ποιος και γιατί σκοτώνει τη μνήμη σ’ αυτόν τον τόπο; Τι φοβάται;