Ενας γάμος που κράτησε μόλις επτά μήνες. Ενας συζυγικός βίος που φαίνεται πως απογοήτευσε και τα δύο μέρη. Ενα διαζύγιο που ανακοινώθηκε με λιτό τρόπο και επιχειρήθηκε να κρατηθούν κατόπιν κοινής συμφωνίας (οι κακόπιστοι μιλούν για υπογραφή ρήτρας) χαμηλοί τόνοι εκατέρωθεν, ώστε να μη δοθεί τροφή για σχόλια, αν και η φήμη των συμβαλλομένων θα μπορούσε να το αναδείξει σε ένα από τα πιο πολύκροτα.

Και ίσως το ενδιαφέρον να είχε παραμείνει στο επίπεδο του απλού κοινωνικού σχολίου, το οποίο θα είχε εκτονωθεί μέσα στις επόμενες ημέρες, αν το ένα από τα δύο μέλη πριν αλέκτορα φωνήσαι δεν είχε βρεθεί μετά βαΐων και κλάδων και με τις ευλογίες δύο υπουργών σε μια νέα επαγγελματική αγκαλιά. Ομως τώρα δύσκολα πλέον μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος: τι συνέβη και πλέον το Μουσείο Μπενάκη και ο Ολιβιέ Ντεκότ πήραν χωριστούς δρόμους; Ηταν επτά μήνες αρκετοί για να διαπιστώσουν ότι η σχέση τους δεν προχωράει;

Ποιες προσδοκίες εκατέρωθεν διαψεύστηκαν; Ενδέχεται η νέα του θέση ως ειδικός σύμβουλος του έλληνα υπουργού Πολιτισμού, με στόχο να «προτείνει στρατηγικούς και επιχειρησιακούς άξονες για την εθνική και διεθνή πολιτιστική πολιτική», να αποτέλεσε μια λύση για την αποφυγή διπλωματικού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας – Γαλλίας; Και για ποιον λόγο είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν ο διάδοχός του στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη;

Τα πρώτα εμπόδια

Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες φαίνεται ότι αποδεικνύεται η κατά τα άλλα αναμενόμενη από πολλούς αποχώρηση του Ντεκότ από το υπόγειο γραφείο της οδού Κουμπάρη. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κρατούσαν μικρό καλάθι ήδη από τη στιγμή της ανακοίνωσης ανάληψης των καθηκόντων του, κι ας πρόκειται για έναν φιλόδοξο φιλέλληνα με σπουδές Πολιτικών Επιστημών, Ιστορίας και Μουσικολογίας, ο οποίος είχε δώσει δείγματα γραφής όχι μόνο μέσα από την επιτυχημένη τετραετή θητεία του ως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, αλλά και με την παρουσία του ανελλιπώς στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης και ιδιαιτέρως στο Φεστιβάλ Αθηνών, δεδομένου ότι διατηρούσε στενή σχέση με τον γαλλοτραφή πρώην διευθυντή του Γιώργο Λούκο. Ηταν εκείνοι που δεν πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο στον 40χρονο Γάλλο με τον βαρύ χαρακτήρα να διαδεχθεί τον χαρισματικό και επικοινωνιακό –ακαδημαϊκό πλέον –Αγγελο Δεληβορριά. Αλλά και αυτοί που εκτιμούσαν ότι έχει νοοτροπία μάνατζερ και πως δεν θα μπορέσει να ενταχθεί εύκολα στο συγκεκριμένο μουσείο, του οποίου η υπόσταση είναι άρρηκτα δεμένη με την οικογένεια Γερουλάνου και όχι με ένα αυστηρά οργανωμένο σύστημα βάσει του γαλλικού πρωτοκόλλου που ο ίδιος είχε συνηθίσει και όπως λέγεται επιθυμούσε να υιοθετηθεί από το ίδρυμα. Και όσοι πίστευαν ότι το γεγονός πως δεν μιλά ελληνικά θα αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο στα νέα του καθήκοντα.
Ο αέρας του καινούργιου όμως, η κούραση που είχε επέλθει έπειτα από έναν χρόνο αναζήτησης –όσο διήρκεσε ο διεθνής διαγωνισμός επιλογής του νέου διευθυντή -, οι δεσμεύσεις που φέρεται να έδωσε για επαφές με το εξωτερικό οι οποίες θα αναβάθμιζαν το ήδη δρομολογημένο διεθνές προφίλ του μουσείου και θα έφερναν χορηγούς και χρήματα στα ταμεία –ένας από τους λόγους για τους οποίους ξεχώρισε ανάμεσα στους 81 συνυποψηφίους του –και η ιδέα πως η επιλογή του φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή τάση που θέλει αλλοδαπούς διευθυντές σε μεγάλα και ιστορικά μουσειακά ιδρύματα δεν άφησαν τις όποιες αμφιβολίες να έρθουν στην επιφάνεια.

Λάθος των «κυνηγών κεφαλών» που υπερεκτίμησαν τη σημασία του μάνατζμεντ; Χάθηκαν κάπου οι δύο πλευρές στη μετάφραση; Είχαν διαφορετικές προτεραιότητες; Δεν υπήρξε χημεία μεταξύ τους; Η συνισταμένη όλων αυτών –και κάποιων ίσως ακόμη λεπτομερειών –ήταν ικανή για να προκαλέσει το διαζύγιο σε μόλις επτά μήνες, χρονικό διάστημα που έκριναν πολλοί, σε πρώτη ανάγνωση, ότι δεν ήταν επαρκές για να δώσει στίγμα ο Ολιβιέ Ντεκότ.

Ελλάδα – Γαλλία, συμμαχία

Μόλις τρεις ημέρες έμεινε άνεργος ο γάλλος ανώτερος δημόσιος λειτουργός. Την τέταρτη είχε ήδη χρισθεί ειδικός σύμβουλος στο γραφείο του έλληνα υπουργού Πολιτισμού, με τις ευλογίες τόσο του Αριστείδη Μπαλτά όσο και της γαλλίδας ομολόγου του Οντρέ Αζουλέ, σε μια επίδειξη του δόγματος «Ελλάς – Γαλλία: συμμαχία» σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο, πληροφορίες θέλουν την πρόσληψή του στο ΥΠΠΟ να λειτουργεί υπέρ των καλών σχέσεων που επιθυμεί να διατηρήσει η Ελλάδα με τη Γαλλία και σε πολιτικό επίπεδο, και μάλιστα χωρίς κόστος καθώς ο μισθός του καλύπτεται από το γαλλικό κράτος.

Εδώ δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και την ικανότητά του ως μάνατζερ καθώς κατάφερε σε ελάχιστο χρόνο να «πουλήσει» άψογα τον εαυτό του προς όσους θα μπορούσαν να συμβάλουν στην τοποθέτησή του σε μια θέση που δεν θα άφηνε στον μελλοντικό αναγνώστη του βιογραφικού του το στίγμα μιας αποτυχίας αλλά τη θετική εντύπωση ανάληψης μιας θέσης υπουργικού συμβούλου, ως ένα ακόμη σκαλί στην καριέρα του –ανάλογη θέση είχε και στο παρελθόν καθώς είχε διατελέσει σύμβουλος του γάλλου υπουργού Πολιτισμού Ζαν-Ζακ Εγιαγκόν στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Κι αν ο Ντεκότ κατάφερε με αστραπιαία ταχύτητα να αποκατασταθεί επαγγελματικά και ηθικά, τι γίνεται με το Μουσείο Μπενάκη; Ολα δείχνουν πως πρέπει να αποκτήσει σύντομα νέο διευθυντή (ή διευθύντρια) που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την εύθραυστη οικονομική ισορροπία στην οποία βρίσκεται ο ιδιαιτέρως ανεπτυγμένος κτιριακά και υπερδραστήριος εκθεσιακά οργανισμός.

Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα οικονομικά του, τα οποία ελέγχονται κάθε χρόνο από το 2009 από εταιρεία ορκωτών ελεγκτών προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαφάνεια και είναι διαθέσιμα προς τους εκάστοτε χορηγούς: η ετήσια κρατική επιχορήγηση –σύμφωνα με επίσημα στοιχεία –αγγίζει το 1,2 εκατ. ευρώ, την ώρα που η μισθοδοσία φθάνει τα 5 εκατ. ευρώ και η επιστροφή προς το Δημόσιο μέσω εισφορών σε ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ. σε 2,2 εκατ. ευρώ.

Η ανάγκη για οικονομική στήριξη είναι άμεση και απαραίτητη για την επιβίωση του, η παρουσία δε ενός διευθυντή –ενός δηλαδή προσώπου και όχι εν συνόλω της διοικητικής επιτροπής ή έστω κατά μόνας των έμπειρων σε ανάλογες προσεγγίσεις μελών της, όπως ο Αγγελος Δεληβορριάς και η Ειρήνη Γερουλάνου –που θα μπορούσε να εντοπίσει μαικήνες επιβάλλεται.

Επιπλέον θα ενισχύσει το κλίμα ασφάλειας και αξιοπιστίας και δεν θα επιτρέψει σε όσους μπορεί να επιβουλεύονται το καθεστώς του μουσείου και να αναζητούν στο διοικητικό κενό την κερκόπορτα για να αλλάξουν το status –νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου –που το διέπει, ακολουθώντας τις τάσεις που διαμορφώνονται από την παρούσα πολιτική ηγεσία.