Το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο για να τρέχει. Το μαρτυρούν τα δάχτυλα των ποδιών που προσφέρουν την απαραίτητη ισορροπία στα βήματα, οι ελαστικοί τένοντες που επιτρέπουν τα μεγάλα ανοίγματα, αλλά και οι ιδρωτοποιοί αδένες που δουλεύουν στο φουλ όταν αυξάνεται ο ρυθμός της κίνησης. Σε αντίθεση όμως με τους προϊστορικούς ανθρώπους που κυνηγούσαν αποτελεσματικά τα θηράματά τους, οι σύγχρονοι απόγονοί τους δεν τρέχουν για να βρουν το γεύμα τους αλλά για ευχαρίστηση –και δεν είναι αρκετά καλοί σ’ αυτό.

Το 2015 περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν τη γραμμή του τερματισμού δοκιμάζοντας τις ικανότητές τους σε μαραθωνίους ανά τον κόσμο. Παρά τα περίπου 200.000 χρόνια εξέλιξης από την εποχή του κυνηγού – συλλέκτη, το 90% των δρομέων αυτών παραδέχτηκε ότι ένιωσε μεγάλους πόνους ή ακόμα και τραυματισμούς κατά τη διάρκεια των 42.195 μ. Αυτούς έβαλε στο στόχαστρο ο Μπάρι Σμιθ, καθηγητής Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο UCD στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Ως συγγραφέας περισσοτέρων από 400 επιστημονικών άρθρων τις τελευταίες δύο δεκαετίες και δεινός δρομέας, αποφάσισε να αναλύσει τα δεδομένα εκατομμυρίων δρομέων Μαραθωνίου σε όλο τον κόσμο. Ονόμασε το πρότζεκτ του «Running with Data» («Τρέχοντας με Δεδομένα») και χρειάστηκε να περάσει αρκετά χρόνια μέχρι να δημοσιεύσει τα αποτελέσματά του στην ηλεκτρονική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Medium.

Ο Σμιθ ανέλυσε τους τελικούς χρόνους 100.000 δρομέων που στήθηκαν στην εκκίνηση του Μαραθωνίου του Δουβλίνου από το 2000 έως το 2015 καθώς και τα περάσματά τους (στο 10ο χλμ., στον ημιμαραθώνιο και στο 30ό χλμ.), προκειμένου να δει την πορεία της ταχύτητάς τους κατά τη διάρκεια της κούρσας. Και τα συμπεράσματά του ήταν ενδιαφέροντα, δεδομένου ότι προκειμένου να γίνει κάποιος αθλητής γρήγορος πρέπει να ξεκινήσει με αργούς ρυθμούς. Παράλληλα, επιβεβαίωσε βασικές αρχές του τρεξίματος που όλοι όσοι βγαίνουν για βόλτες χιλιομέτρων ίσως να γνωρίζουν, αλλά δεν τις εφαρμόζουν την ώρα των αγώνων.

Οι «σπρίντερ» χάνουν το παιχνίδι. Οι πιο έμπειροι μαραθωνοδρόμοι ξέρουν πως μετά τον πυροβολισμό του αφέτη, δεν είναι σωστό να ριχτούν στον αγώνα με μεγάλη ταχύτητα. Κι όμως, το 30% των συμμετεχόντων έδειξε να αγνοεί τον κανόνα αυτό στο πρώτο τέταρτο κιόλας της κούρσας τους. Κοινώς, τα πρώτα 10 χλμ. ήταν τα πιο γρήγορα της διαδρομής τους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους· από τους νεαρότερους μέχρι τους γηραιότερους δρομείς όλοι έδειξαν να είναι επιρρεπείς στο συγκεκριμένο λάθος. Οι «σπρίντερ» το πλήρωσαν στη συνέχεια: τερμάτισαν κατά μέσο όρο σαράντα λεπτά αργότερα από όσους έδειξαν πιο συγκρατημένοι στην αρχή. Σύμφωνα με τα δεδομένα του Σμιθ, αυτοί που κατέληξαν να τα πάνε καλύτερα ήταν εκείνοι που πάτησαν γκάζι στο τρίτο μέρος της κούρσας, από το 21ο έως το 30ό χλμ. Οσοι μπήκαν φουριόζοι στη διαδρομή έριξαν ρυθμό στην πορεία, τερματίζοντας κατά μέσο χρόνο ύστερα από 4 ώρες και 36 λεπτά, ενώ εκείνοι που έτρεξαν γρηγορότερα το κομμάτι από το 10ο χλμ. έως το 21ο είχαν μέσο χρόνο τερματισμού τις 4 ώρες και 17 λεπτά. Αντίθετα, όσοι άνοιξαν ρυθμό από το 21ο χλμ. έως το 30ό έκαναν μέσο χρόνο 3 ώρες και 50 λεπτά. Εκείνοι των οποίων το γρηγορότερο κομμάτι της κούρσας ήταν το τελευταίο (από το 30ό χλμ. έως το 42ο) έκαναν τον μαραθώνιο κατά μέσο όρο σε 4 ώρες και 10 λεπτά.

Χτυπώντας τον «τοίχο». Εκτός όμως από τα δεδομένα του χρόνου, η επιτάχυνση στο πρώτο δεκάρι της διαδρομής έχει κι άλλη μια σκοτεινή συνέπεια: τον αποκαλούμενο τοίχο ή κάρφωμα. Με αυτούς τους όρους οι μαραθωνοδρόμοι περιγράφουν τη στιγμή που ξαφνικά νιώθουν τα πόδια τους «τσιμέντο» και αδύναμα να κάνουν το επόμενο βήμα. Εχουν φτάσει καλπάζοντας στην κόπωση, εξαντλώντας από νωρίς όλες τις πρώτες ύλες παραγωγής ενέργειας του οργανισμού τους. Σε αυτό το στοιχείο αποδίδει ο Σμιθ το 30% της μείωσης του ρυθμού στους δρομείς που τα δίνουν όλα στο πρώτο δεκάρι. Αντίθετα, εκείνοι που ακολουθούν τη στρατηγική της επιτάχυνσης στο τρίτο μέρος της διαδρομής (21-30) έδειξαν στις μετρήσεις του ειδικού ότι έχουν περισσότερες δυνάμεις και, ως εκ τούτου καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια εκεί που πραγματικά χρειάζεται για να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, σχεδόν το 70% από τους δρομείς που έπεσαν σε τοίχο, αποτελούνταν από όσους είχαν κάνει πολύ γρήγορο το πρώτο τους δεκάρι και έτσι έφτασαν νωρίς νωρίς στην εξάντληση. Οι τρεις στους δέκα που κάρφωσαν στον αγώνα είχαν τρέξει πιο γρήγορα το δεύτερο μέρος της κούρσας (10-21) και έπειτα λαχάνιασαν για τα καλά χωρίς να καταφέρει να ανακτήσει δυνάμεις. Εντυπωσιακό ήταν το σκορ όσων ετρεξαν πιο γρήγορα το τρίτο μέρος (21-30): σχεδόν κανένας δεν είδε τοίχο! Αρκετά καλά τα πήγαν και όσοι είχαν γρήγορα πόδια στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής (30-42). Λίγοι από όσους «κάρφωσαν» ήταν από την ομάδα αυτή.

Οσο μεγαλώνεις, μαθαίνεις. Οι άνδρες δρομείς ήταν πιο γρήγοροι στον Μαραθώνιο, ήταν όμως και αρκετά επιρρεπείς στα λάθη στον ρυθμό. Οι κυρίες του αθλήματος αποδείχθηκαν ιδιαίτερα πειθαρχημένες γιατί βρήκαν τοίχο δύο – πέντε φορές λιγότερο από τους άνδρες συναθλητές τους, συγκριτικά με τον ρυθμό τους πάντα. Στο ατόπημα αυτό υπέπεσαν και αρκετοί από τους πρωτάρηδες των μαραθωνίων εξαιτίας του ενθουσιασμού για το εγχείρημά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ρίξουν τον ρυθμό τους μετά τα 10 χλμ. κατά 20%. Τουλάχιστον το πάθημα φαίνεται να τους έγινε μάθημα γιατί τις επόμενες χρονιές που επανήλθαν στον αγώνα ήταν πιο σταθεροί στην απόδοσή τους. Ετσι, ως έμπειροι πια με πέντε ή παραπάνω συμμετοχές, αποτέλεσαν μόνο το 1% των λανθασμένων γρήγορων των πρώτων χιλιομέτρων.

Προκειμένου να πάει την παρατήρησή του ένα βήμα παραπέρα, ο Σμιθ τώρα δουλεύει με περισσότερα στοιχεία από ένα εκατομμύριο δρομείς. «Πολλές από τις έρευνες εκεί έξω εστιάζουν στους ελίτ αθλητές και όχι στους δρομείς που τρέχουν καθημερινά για την ψυχαγωγία τους» ανέφερε στο άρθρο του και συνέχισε: «Ενδιαφέρομαι για το τι μπορούμε να μάθουμε σχετικά με αυτούς, τους τελευταίους». Ο ίδιος θα μπορέσει να τεστάρει για τα καλά τη θεωρία του τρέχοντας στον τρίτο του Μαραθώνιο στο Δουβλίνο την ερχόμενη Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016. Θα προσπαθήσει μάλιστα να μην παρασυρθεί από την ατμόσφαιρα του αγώνα και να πάει γρήγορα στα πρώτα χιλιόμετρα αφού αυτή είναι συνταγή για την αποτυχία της προσπάθειας του δρομέα. Σύμφωνα με τον Σμιθ, ο καλύτερος τρόπος για να τρέξει κάποιος έναν καλό Μαραθώνιο είναι να ελέγξει τον ρυθμό του από την αρχή και να μη βιαστεί να ανοίξει το βήμα του. Είναι περισσότερο πιθανό έτσι το προσωπικό ρεκόρ να έρθει πιο κοντά, παρά η γραμμή του τερματισμού που διαφορετικά θα μοιάζει πολύ πολύ μακριά.