Η απόφαση του ΣτΕ να προχωρήσει στην εξέταση των συνταγματικών ζητημάτων που έχουν τεθεί για τον διαγωνισμό αδειοδότησης τηλεοπτικών σταθμών, δίνει την ευκαιρία για έναν δημόσιο διάλογο που μπορεί να αποβεί παραγωγικός εάν ξεφύγει από την πολιτική του φόρτιση.

Δύο, βασικά, είναι τα συνταγματικά ζητήματα: α) Είναι συνταγματικά επιτρεπτό να περιοριστεί διά νόμου ο αριθμός των καναλιών στη χώρα μας; β) Μπορεί να ανατεθεί η αρμοδιότητα διεξαγωγής του σχετικού διαγωνισμού στην εκτελεστική εξουσία λόγω της παρατεινόμενης αδυναμίας να συγκροτηθεί το ΕΣΡ;

Στο πρώτο ερώτημα τα θιγόμενα συνταγματικά δικαιώματα είναι δύο: η ελεύθερη άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και η πολυφωνία στην ενημέρωση.

Στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ελευθερίας, στη χώρα μας η σύσταση επιχειρήσεων σε έναν κλάδο, κατ’ αρχήν, δεν υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τον αριθμό τους. Μπορεί να ιδρυθεί π.χ. απεριόριστος αριθμός βιομηχανιών γάλακτος εφόσον τηρηθούν κάποιες τυπικές διαδικασίες και, στη συνέχεια, ο αριθμός τους θα καθοριστεί από την ίδια την αγορά. Είναι προφανές ότι κάθε αριθμητικός περιορισμός θα παραβίαζε το Σύνταγμα και, κατά το μέτρο που έθιγε την ελευθερία του ανταγωνισμού, την κοινοτική νομοθεσία.

Βεβαίως, το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας μπορεί να υποστεί περιορισμούς εάν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

Αραγε, ο κλάδος των ΜΜΕ έχει κάτι το ιδιαίτερο που να νομιμοποιεί συνταγματικά την κατ’ εξαίρεση από τον γενικό κανόνα επιβολή αριθμητικών περιορισμών; Στην περίπτωση των τηλεοπτικών σταθμών έχουν εξαλειφθεί οι λόγοι που στην προψηφιακή εποχή περιόριζαν αντικειμενικά τον αριθμό των συχνοτήτων. Αντίθετα, υπάρχει επιπλέον –σε σχέση με τους άλλους κλάδους της οικονομίας –λόγος να τηρηθεί ο κανόνας της επιχειρηματικής ελευθερίας: η λειτουργία όσο το δυνατόν περισσότερων σταθμών ενισχύει την πολυφωνία στην ενημέρωση, που εν προκειμένω είναι και το δεύτερο συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό που θίγεται.

Υπάρχει βεβαίως το επιχείρημα του δημοσιονομικού οφέλους που προκύπτει από μια ανταγωνιστική διαδικασία για περιορισμένο αριθμό αδειών. Το δημοσιονομικό όφελος είναι πράγματι μέρος του δημόσιου συμφέροντος και θα πρέπει να σταθμιστεί έναντι των αρνητικών συνεπειών του περιορισμού του αριθμού των αδειών στην επιχειρηματική ελευθερία και πάνω από όλα στην πολυφωνία στην ενημέρωση.

Η αρχή της αναλογικότητας όμως επιβάλλει να εξετάσουμε εάν θα μπορούσε να προκύψει δημοσιονομικό όφελος και με άλλα μέσα που δεν θα έθιγαν τα δύο συνταγματικά προστατευόμενα έννομα αγαθά. Η απάντηση είναι ότι τέτοια έσοδα θα μπορούσαν να προκύψουν είτε από ειδική φορολόγηση του κλάδου είτε από ένα εφάπαξ ποσό που θα επιβαλλόταν σε όποιον έκανε αίτηση να λάβει άδεια και πληρούσε κάποιες προϋποθέσεις. Ενδεχομένως, δεν θα προέκυπταν ισοδύναμα δημοσιονομικά αποτελέσματα με αυτά του συγκεκριμένου διαγωνισμού. Είναι βέβαιο όμως ότι οι εναλλακτικές λύσεις δεν θα έθιγαν τα έννομα αγαθά που αναφέραμε και γι’ αυτό θα ήταν οι συνταγματικά αποδεκτές.

Στο δεύτερο ερώτημα, το θέμα της μη λειτουργίας του ΕΣΡ, αναμφίβολα η μη στελέχωσή του λόγω του γνωστού πολιτικού αδιεξόδου αποτελεί μεγάλο θεσμικό πρόβλημα, το οποίο αντανακλά την κρίση που διέρχεται το πολιτικό μας σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να δώσει μια λύση και κάθε απάντηση θα έχει σημαντικές θεσμικο-πολιτικές επιδράσεις.

Εάν κρίνει ότι σε περίπτωση παρατεταμένης αδυναμίας της Βουλής να αναδείξει τα μέλη του ΕΣΡ θα μπορεί η εκτελεστική εξουσία να ασκήσει αυτή τις εν λόγω αρμοδιότητες, τότε ουσιαστικά θα δώσει ένα εργαλείο στην εκάστοτε κυβέρνηση να πιέζει την αντιπολίτευση να συναινεί στις επιλογές της γιατί, αλλιώς, θα αναλάβει η ίδια τη διαχείριση του τομέα της τηλεοπτικής ενημέρωσης. Στην πράξη θα έχει καταργηθεί η ρήτρα των 4/5.

Εάν, αντίθετα, ο δικαστής απαντήσει ότι η παρατεινόμενη αδυναμία δεν νομιμοποιεί την κυβέρνηση να ασκήσει η ίδια τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ, θα δώσει τη δυνατότητα στην εκάστοτε αντιπολίτευση να δημιουργεί κενό στη λειτουργία του κράτους εκβιάζοντας την κυβέρνηση να δεχτεί τις επιλογές της.

Και οι δύο περιπτώσεις είναι ανεπιθύμητες και είναι κρίμα που η πολιτική ζωή της χώρας αναθέτει στη δικαστική εξουσία να λύσει αυτό το θέμα. Εάν όμως πρέπει κανείς να απαντήσει με βάση το Σύνταγμα και τις αρχές που αυτό εκφράζει, είναι προτιμότερη η λύση κατά την οποία το τηλεοπτικό τοπίο θα είναι άναρχο ελλείψει ΕΣΡ, από την περίπτωση που η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία θα αναλάβει τη ρύθμιση αυτού του τοπίου. Αυτή την επιλογή έκανε ο συνταγματικός νομοθέτης όταν αποφάσισε να πάρει από την εκάστοτε κυβέρνηση τη σχετική αρμοδιότητα και να την αναθέσει συνειδητά σε ένα όργανο του οποίου η στελέχωση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη σύμπραξη του μεγαλύτερου μέρους της αντιπολίτευσης.

Πριν από 229 χρόνια, ο Thomas Jefferson είχε πει: «Εάν εναπόκειτο σε εμένα να αποφασίσω τι είναι καλύτερο, να έχουμε κυβέρνηση χωρίς Τύπο ή Τύπο χωρίς κυβέρνηση, δεν θα δίσταζα ούτε λεπτό να προτιμήσω το δεύτερο». Οι δικαστές της σημερινής Ελλάδος αντιμετωπίζουν ένα ανάλογο δίλημμα, μόνο που ευτυχώς αυτό αφορά την απουσία του ΕΣΡ και όχι της κυβέρνησης. Επαναλαμβάνω ότι είναι κρίμα που φτάσαμε στο σημείο να έχουμε τέτοια διλήμματα και να πρέπει να τα λύσουν οι δικαστές. Αλλά, αναμφίβολα, η απάντηση δεν μπορεί να διαφέρει από αυτή που είχε δώσει ο Jefferson.

Ο Θάνος Παπαϊωάννου είναι δρ Νομικής