Χθες στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ κατέθεσε ο διευθύνων σύμβουλος του Αnt1 Στρατής Λιαρέλης. Είπε πολλά και ενδιαφέροντα, κρατάω όμως μία φράση την οποία επανέλαβε τρεις φορές.

«Στην περίπτωση που αλλάξουν οι όροι που έγινε ο διαγωνισμός, είναι αυτονόητο ότι θα πάρουμε τα χρήματά μας πίσω» είπε αρχικά, ενώ στην ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Δημήτρη Σταμάτη σχετικά με το τι θα γίνει αν ακυρωθεί ο διαγωνισμός από το ΣτΕ επανέλαβε πως «αν το νομοθετικό περιβάλλον αλλάξει, είναι αυτονόητο ότι θα πάρουμε τα λεφτά μας πίσω».

«Δεν γίνεται να λειτουργούν όλοι»

Σε άλλη ερώτηση του Μάκη Βορίδη έγινε πάντως ακόμα πιο σαφής: «Θεωρούμε η εταιρεία και εγώ ότι αυτό που αποκαλείται “μαύρο” δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτό από κανέναν. Από την άλλη, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει μια λύση για το ότι πριν από 20 μέρες τέσσερις εταιρείες κατέβαλαν 85 εκατ. ευρώ. Δεν γίνεται να λειτουργούν όλοι. Υπάρχει ένα σπιράλ θανάτου που κάποιοι θέλουν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Οτιδήποτε αλλάξει ως όρος παιχνιδιού, αυτονοήτως οι υπερθεματιστές πρέπει να πάρουν τα λεφτά πίσω».

Για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Προχθές το βράδυ ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε μια συνάντηση με προφανή συμβολισμό. Επισκέφθηκε, μαζί με τον γραμματέα της ποταμικής ΚΟ Παναγιώτη Καρκατσούλη και την τομεάρχη Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Γιάννα Παναγοπούλου, τα μέλη του προεδρείου της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που είναι ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας, στα γραφεία ΕΕΔΑ.

Ο πρόεδρός της και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Γεώργιος Σταυρόπουλος και η αντιπρόεδρος Αγγελική Αργυροπούλου – Χρυσοχοΐδου τον ενημέρωσαν για το έργο της Επιτροπής αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει –από υποστελέχωση μέχρι έλλειμμα θεσμικού σεβασμού στις προτάσεις της.

Το κλου όμως είναι ότι συζήτησαν και την πρόσφατη δημοσιοποίηση ιδιωτικών επιστολών εν ενεργεία δικαστικού λειτουργού του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο πρόεδρος λοιπόν επισήμανε ότι οι προσωπικές στιγμές ανήκουν πλήρως στη σφαίρα της ιδιωτικότητας, προσθέτοντας ότι η δημοσιοποίησή τους καθιστά τους πολίτες, και στην περίπτωση μας τους δικαστικούς λειτουργούς, «εκβιάσιμους».