Διανύουμε το φθινόπωρο της δυσαρέσκειας. Σε Βρετανία και ΗΠΑ. Αφορμή η προσφυγή στις κάλπες. Στόχος τα ΜΜΕ. Στην περίπτωση της Βρετανίας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατηγορούνται ότι τήρησαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τέτοια απόσταση από τις δύο εκστρατείες –υπέρ και κατά της εξόδου της χώρας από την ΕΕ –ώστε δεν έδωσαν στους πολίτες την πλήρη εικόνα τού τι θα συμβεί με την ψήφο τους. Η αντικειμενικότητα στο εδώλιο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, τα Μέσα κατηγορούνται ότι έχοντας στην πλειονότητά τους ταχθεί εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ θα επηρεάσουν υπερβολικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Η έλλειψη αντικειμενικότητας στο εδώλιο.

Στη Γηραιά Αλβιώνα, παρότι έχουν περάσει τέσσερις μήνες από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου για το Brexit και καθώς έρχονται στην επιφάνεια τα πολλά προβλήματα που προκαλεί η ετυμηγορία των ψηφοφόρων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν τα ΜΜΕ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Μάλιστα ο βραβευμένος με Οσκαρ παραγωγός ταινιών λόρδος Πάτναμ επέκρινε δημόσια την κάλυψη του BBC, αποκαλώντας τη «δυσκοίλια και όμηρο των δογματικά αυστηρών κανόνων αμεροληψίας». Ο Τζάστιν Γουέμπ, εκ των πιο γνωστών ραδιοφωνικών παραγωγών της χώρας, λέει: «Ενα από τα πιο ξεκάθαρα μηνύματα στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμα ήταν ότι το κοινό διψούσε για ουσιαστική πληροφόρηση. Ο κόσμος δεν ήθελε απλά να ακούγονται ένα επιχείρημα από τη μια πλευρά και ένα από την άλλη. Ηθελε κάτι πιο βαθύ ώστε να καταλάβει πού βρίσκεται η αλήθεια». Οι κανόνες της αντικειμενικότητας μπορεί να τορπιλίσουν την αναζήτηση της αλήθειας; Στη Βρετανία, όπου πολλοί χρεώνουν το αποτέλεσμα υπέρ του Brexit στην απόσταση των ΜΜΕ από την καρδιά του ζητήματος, αυτό πλέον αποτελεί το βασικό ερώτημα.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα ΜΜΕ –μεταξύ άλλων και λόγω των αποκαλύψεων για σεξουαλικές επιθέσεις και φορολογικούς ελιγμούς –θεωρούνται υπεύθυνα για τη δημοσκοπική κατάρρευση του Ντόναλντ Τραμπ. Η πλήρης έλλειψη κανόνων για αντικειμενικότητα επιτρέπει σε κάθε Μέσο να προβάλλει την ιδεολογική του βάση –από το υπερσυντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο Fox έως το MSNBC, το οποίο, για τα αμερικανικά δεδομένα, κινείται στην Αριστερά. Ετσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά ενημερώνουν τους αναγνώστες τους ποιον υποψήφιο υποστηρίζουν. Φέτος, με την παρουσία του εκρηκτικού και ακραίου Τραμπ, η αμεροληψία θα έμπαινε σε σκληρό τεστ, εάν υπήρχε. Αυτή η χρονιά ίσως είναι η πρώτη που τόσο πολλά ΜΜΕ συμφωνούν στην υποστήριξη ενός υποψηφίου –Κλίντον –και στην έντονη κριτική στον άλλον. Και είναι η πρώτη φορά που ένας υποψήφιος έχει κάνει τόσο πολλές καταγγελίες εναντίον των ΜΜΕ για διαφθορά και υποκρισία.

Ακόμα ένα ζήτημα που κάνει τα αμερικανικά ΜΜΕ να διαφέρουν από τα Μέσα σε όλες τις άλλες προηγμένες χώρες του κόσμου είναι πως δεν διαθέτουν δημόσια τηλεόραση ή δημόσιο ραδιόφωνο, δηλαδή Μέσα ο προϋπολογισμός των οποίων να χρηματοδοτείται από το κράτος. Αρα όλα ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, που δεν υποχρεούται να ακολουθεί κανόνες αμεροληψίας.

Και στις δύο περιπτώσεις τα ΜΜΕ δέχονται πυρά. Θα μπορέσει να βρεθεί ένας ενδιάμεσος τρόπος συνδυασμού γεγονότων, απόψεων και αναλύσεων που δεν θα επισύρει την μήνιν όσων διαφωνούν; Δύσκολα. Οι υπερβολικά αυστηροί κανόνες δεν αποδίδουν και η πλήρης έλλειψη κανόνων δεν συμβάλλει στην αξιοπιστία. Η δημοσιογραφία θα συνεχίσει να ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί.