Οι άνθρωποι που ζουν δίπλα σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν υπέρταση όχι μόνο εξαιτίας του νέφους αλλά και εξαιτίας της ηχορρύπανσης, σύμφωνα με μία νέα ευρωπαϊκή μελέτη.

Στη μελέτη παρακολουθήθηκε επί εννέα χρόνια η πορεία της υγείας 41.072 εθελοντών από πέντε χώρες (Νορβηγία, Σουηδία, Δανία, Γερμανία και Ισπανία), κανένας από τους οποίους δεν έπασχε από υπέρταση κατά την έναρξή της.

Έως το τέλος της περιόδου παρακολούθησης, το 15,1% είχαν διαγνωστεί με αυξημένη αρτηριακή πίεση ή έπαιρναν αντιυπερτασικά φάρμακα.

Συγκρίνοντας οι ερευνητές στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ηχορρύπανση με τα κρούσματα υπέρτασης, ανακάλυψαν πως όσοι εθελοντές ζούσαν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα νέφους είχαν έως και 22% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπέρταση.

Αντίστοιχα, όσοι ζούσαν δίπλα σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας όπου ο θόρυβος τη νύχτα ήταν κατά μέσον όρο 50 ντεσιμπέλ (db) είχαν μικρή αύξηση του κινδύνου (περί το 6%).

Οι ερευνητές, που δημοσιεύουν τα ευρήματά τους στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Καρδιάς» (EHJ), υπολόγισαν ότι σε κάθε 100 κατοίκους των αστικών περιοχών με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων, ένας περισσότερος θα εκδηλώσει υπέρταση σε σύγκριση με την αντίστοιχη αναλογία σε αστικές περιοχές χωρίς ρύπανση.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η μακροχρόνια έκθεση στα μικροσκοπικά αιωρούμενα σωματίδια των ατμοσφαιρικών ρύπων σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα υπέρτασης και λήψης αντιυπερτασικών φαρμάκων», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Μπάρμπαρα Χόφμαν, καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάινριχ-Χάινε του Ντύσελντορφ.

Και συνέχισε: «Δεδομένου ότι σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των αστικών κέντρων εκτίθενται συνεχώς στην ατμοσφαιρική ρύπανση, ο αντίκτυπός της σε κάθε έναν ξεχωριστά και στην κοινωνία συνολικά είναι πολύ μεγάλος. Και γίνεται ακόμα μεγαλύτερος όταν η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδυάζεται με την ηχορρύπανση».