Ο ένας, ανερχόμενος χορογράφος, ζει τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι, ψηλαφίζοντας εσχάτως κοινωνικές και πολιτικές επιδράσεις στον χορό της πατρίδας του. Ο άλλος, με ενδιαφέροντα από την αρχαία τραγωδία έως την επίδραση μιας παράστασης σε ένα απόμακρο χωριό της χώρας τους, δεν εγκαταλείπει τη Δαμασκό –κι ας σκηνοθετεί αναγκαστικά μακριά της. Ο τρίτος, συγγραφέας, ζει στο Βερολίνο και αναζητά την ιδανική θεατρική φόρμα. Το κοινό χαρακτηριστικό πάντως του Μιθκάλ Αλζγκάιρ, του Ομάρ Αμπουσαάντα και του Μοχάμαντ Αλ Αταρ δεν είναι μόνο η Συρία.

Στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα παρουσιάσουν μια χορογραφία για το ρίζωμα εντός της και τον εκτοπισμό από την επικράτειά της, καθώς και ένα έργο με έναν ήρωα σε κώμα, αλληγορικό της κατάστασής της. Το υπόβαθρο όμως της δουλειάς όλων είναι ίσως και κάτι προσωπικό: «Οταν πήγα στη Γαλλία, η μισή μου προσοχή στράφηκε στη Συρία και η άλλη στην καλλιτεχνική μου ανάπτυξη» έλεγε χθες ο Μιθκάλ στη συνάντηση με ομάδα δημοσιογράφων. «Με ενδιαφέρει ο συνδυασμός τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας» εξηγούσε ο Μοχάμαντ. «Λένε ότι είναι ηρωικό που μένω στη Δαμασκό» παρατηρούσε ο Ομάρ. «Το να φύγω όμως, σχεδόν δεν ήταν επιλογή».

Ο Μιθκάλ έφυγε το 2010, «έναν χρόνο πριν από την επανάσταση», αφήνοντας μια εκκρεμότητα: ενώ υπηρετούσε σε ένα στρατόπεδο όπου το καλλιτεχνικό του ταλέντο διοχετευόταν σε φιλοτέχνηση πολλών πορτρέτων του Ασαντ, εκείνος διέκοψε για σπουδές χορού. Εκανε μεταπτυχιακά χορογραφίας στο Μονπελιέ, από όπου δεν γύρισε για να μην τον μπουζουριάσουν –όταν ξέσπασε η Αραβική Ανοιξη, οι Αρχές πήγαν επτά φορές στο σπίτι των γονιών του με το χαρτί της επιστράτευσης. Ούτε τα χακί διανοούταν εκείνος ούτε την εργασία σε κρατικούς θεσμούς –«η τέχνη είναι από τα πρώτα θύματα του πολέμου» λέει.
Τα έργα του ανέβηκαν σε Γαλλία, Λίβανο, Βέλγιο ή Δανία. Το τελευταίο λέγεται «Displacement» και ο εύγλωττος υπότιτλός του είναι «χορεύοντας εδώ για τον θάνατο εκεί». Ξεκινώντας από παραδοσιακά χορευτικά μοτίβα, διερευνά πώς το συριακό σώμα επηρεάζεται από επαναστάσεις, πολέμους, μεταναστεύσεις, ιδεολογίες, πόθους για ελευθερία. Και λέγοντας «επηρεάζεται», το εννοούμε: «Οταν ξέσπασε η επανάσταση, οι άνθρωποι διαδήλωσαν στους δρόμους, ακόμα και με παραδοσιακά τραγούδια ή χορούς» αφηγείται. «Το έκαναν όμως με μια νέα ενέργεια, μια νέα σωματικότητα. Σε ένα νέο πλαίσιο».
Ο Μοχάμαντ ζει στο Βερολίνο (όπου έχει ζητήσει άσυλο) για παρόμοιους λόγους: αν επιστρέψει και χρειαστεί λ.χ. να νοσηλευτεί θα επιστρατευτεί. Αναγνωρίζει τα πάθη άλλων συμπατριωτών του, ενίοτε όμως τα στερεότυπα για την καταγωγή του, με τη βοήθεια της άγνοιας ή της χειραγώγησης των ΜΜΕ, εμφανίζονται και μπροστά του. Αποτιμώντας την Αραβική Ανοιξη, επισημαίνει ότι τότε η γενιά του ένιωσε για πρώτη φορά ικανή για αλλαγή, για μετάβαση από ένα καθεστώς ολοκληρωτικό σε ένα άλλο, αγνώστων χαρακτηριστικών, ωστόσο καλύτερο γιατί το άξιζε. «Ακόμα αυτό πιστεύουμε, πλέον όμως προτεραιότητα είναι να σταματήσει η αιματοχυσία ή να διασωθεί η όποια κοινωνική συνοχή» παρατηρεί.

Ερωτώμενος για τη μειωμένη τελικά στήριξη στην εξέγερση, τονίζει ότι ενώ ας πούμε η σφαγή της Χαμά το 1982 δεν είχε γίνει γνωστή, οι εικόνες από την Πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου έκαναν πολλούς να επιθυμούν επανάληψή της. «Κι εμείς το θέλαμε, το συριακό καθεστώς όμως ήταν διαφορετικό και πιο βίαιο, για αυτό πολλοί επαναπαύτηκαν στη διαπίστωση ότι η Συρία είναι περίπλοκη περίπτωση». Οταν λοιπόν ο σταθερός συνεργάτης του Ομάρ Αμπουσαάντα τού μίλησε για ένα έργο με έναν πρωταγωνιστή που ξυλολοκοπείται και πέφτει σε κώμα, ενθουσιάστηκε: «Μου άρεσε σαν μεταφορά» λέει. «Με αυτή τη φόρμα, η ιστορία, η σύγκρουση της Συρίας, θα μπορούσε να ανακλαστεί στο θέατρο».

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά ο Ομάρ τα είδε να συμβαίνουν σε έναν φίλο του, που ένα πρωί βρέθηκε άγρια κτυπημένος και σε δύο μήνες κατέληξε. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης, που είχε έρθει και στο Meeting Points 6 το 2012 και στο παρελθόν είχε διασκευάσει «Αντιγόνη» και «Τρωάδες» («όταν σκέφτεσαι την κατάσταση στη Συρία, το μυαλό πάει εύκολα στην αρχαία τραγωδία» λέει), ήρθε σε επαφή με γιατρούς και με οικογένειες ανθρώπων σε κώμα.

Στο έργο «While I was waiting», ο πρωταγωνιστής Ταΐμ μοιάζει με βωβό παρατηρητή των σαρωτικών αλλαγών που μετασχηματίζουν τη Συρία σε μια no man’s land. Δεν θα μπορούσε φυσικά να το ανεβάσει εντός των συνόρων της. Ζει στη Δαμασκό, δεν εργάζεται εκεί όμως. Η τελευταία του δουλειά ήταν το 2010 και αν ήθελε να την επαναλάβει θα έπρεπε να μεταφέρει τις απόψεις του καθεστώτος, όπως συμβαίνει στο εθνικό θέατρο της χώρας που ανεβάζει προπαγανδιστικά έργα. Οχι ότι ήταν ποτέ συμβατικός: για πολλά χρόνια ανέβαζε παραστάσεις στην ύπαιθρο της Συρίας, της Αιγύπτου και της Υεμένης. «Εκεί έμαθα πώς μπορεί το θέατρο να γίνει επιδραστικό» λέει. «Εμαθα όμως και για τη χώρα μου. Αν ζεις στη Δαμασκό, κάποια πράγματα δεν τα καταλαβαίνεις».

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ. Με τον ίδιο τρόπο είναι κάποια πράγματα για τη Συρία γενικά και τους ανθρώπους της που δεν τα καταλαβαίνει κανείς αν δεν δώσει τη δέουσα προσοχή. Καλά εκείνοι οι καλλιτέχνες της που σύμφωνα με τον Μοχάμαντ έχουν μείνει στις πόλεις της, αναζητώντας περιθώρια έκφρασης μέσα από διασκευές έργων του Τένεσι Ουίλιαμς ή του Σαίξπηρ ή απλώς σιωπώντας.

Τι γίνεται όμως με όσους έφυγαν; Να το πάλι εκείνο το διττό στοιχείο στη δουλειά τους: «Ελπίζω μέσα από την τέχνη να μιλήσω για την κατάσταση στη Συρία. Δεν είμαι όμως ακτιβιστής – χορευτής. Η πολιτική βρίσκεται απλώς γύρω, πλαισιώνοντας τα έργα μου» λέει ο Μιθκάλ. «Ολα αυτά μας επηρεάζουν και ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες. Και στην κοινωνία και στην τέχνη της Συρίας ας πούμε, έχει αλλάξει πολύ η σχέση μας με τη ζωή και τον θάνατο» παρατηρεί ο Ομάρ. «Καταλαβαίνω ότι πολλοί μάς βλέπουν ως εκπροσώπους της Συρίας αποκλειστικά, αυτό όμως συνιστά βαρύ φορτίο» καταλήγει ο Μοχάμαντ. «Θέλω όσοι έρθουν να δουν τη δουλειά μας και σαν ένα έργο τέχνης. Οχι μόνο σαν μια δήλωση».

INFO

Omar Abusaada & Mohammad Al Attar, «While I was waiting», 26 και 27/10, 21.00 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Mithkal Alzghair, «Displacement»,

26 και 27/10, 19.00 στη Μικρή Σκηνή. Εισιτήρια: 7-18 ευρώ. Γραμμή εισιτηρίων:

210-9005.800. Μετά τις παραστάσεις, ακολουθούν συζητήσεις με τους συντελεστές