Ακόμα και την ύστατη τούτη ώρα που έπειτα από τόσες θεσμικές, πολιτικές και νομικές περιπέτειες το Ανώτατο Δικαστήριο ετοιμάζεται να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα του νόμου για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες, η κυβέρνηση στέλνει ισχυρό σήμα για τη στάση της. Και δεν είναι μια στάση που την τιμά.

Η φράση στελέχους της κυβέρνησης σχετικού με την υπόθεση ότι οι «δικαστικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές, δεν είναι όμως αναγκαστικά σεβαστές» είναι και αποκαλυπτική και επικίνδυνη. Αποκαλυπτική γιατί φανερώνει τις προθέσεις της κυβέρνησης: αντίθεση με κάθε δυνατό τρόπο, φραστικό και όχι μόνο, σε οποιαδήποτε απόφαση άλλου οργάνου δεν συμφέρει την κυβέρνηση ή αντιτίθεται επί της αρχής ή εκ του αποτελέσματος στα σχέδιά της. Και επικίνδυνη γιατί δίπλα στην τυπική κατάφαση («δεσμευτικές») εμφανίζεται, και εξουδετερώνει κάθε ψευδαίσθηση νομιμότητας, μια ανοιχτή άρνηση («μη δεσμευτικές»). Μια άρνηση που ισοδυναμεί με παραβίαση του Συντάγματος ή/και με πρόσκληση για παραβίασή του.

Γιατί το Σύνταγμα δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία περί του ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι όχι μόνο δεσμευτικές –αυτό συνιστά απλή ταυτολογία –αλλά οφείλουν να γίνονται σεβαστές από όλους, ιδίως από την εκτελεστική εξουσία, ακόμα και –θα έλεγα, κυρίως όταν –δεν τη «βολεύουν». Αλλο η επιστημονική διαφωνία για το σκεπτικό ή το αποτέλεσμα –αν και κανονικά ούτε η δημοσιοποίηση τέτοιας διαφωνίας από την κυβέρνηση ή τη Διοίκηση επιτρέπεται από τη στιγμή οριστικοποίησης της απόφασης –και άλλο η δημόσια δήλωση περί μη σεβασμού, δηλαδή μη αποδοχής, μιας απόφασης. Τι νόημα θα είχε η «ανεξαρτησία» αν αυτά που αποφάσιζε μια αρμόδια δημόσια Αρχή δεν γίνονταν σεβαστά παρά μόνο αν ακολουθούσαν την κυβερνητική γραμμή; Καμία. Ομως τέτοιο είναι, δυστυχώς, το νόημα που συνεχίζει να δίνει στην «ανεξαρτησία» η κυβέρνηση.

Η ραδιοτηλεοπτική περιπέτεια δεν θα ολοκληρωθεί με την αναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί συνταγματικότητας του σχετικού νόμου. Κάμψη της νομιμότητας, μέσω των κυβερνητικών χειρισμών, εμφανίστηκε σε κάθε μέχρι στιγμής στάδιο της διαδικασίας. Από το περιεχόμενο και τον τρόπο ψήφισης του νόμου, το ξετύλιγμα της δημοπρασίας, τη θέση του χρήματος ως μόνου κριτηρίου για τους «νικητές», τον έλεγχο –και μη έλεγχο –των κριτηρίων νομιμότητας των υπερθεματιστών, τον τρόπο σχηματισμού της σύνθεσης του Δικαστηρίου που προοριζόταν να τον κρίνει, τον προϊδεασμό περί της απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, την εισαγωγή τροπολογίας πριν αποφασίσει το Δικαστήριο, την ηθική και ψυχολογική πίεση επί των δικαστών και τώρα, στο παρά ένα της απόφασης, τον προγραμματικό υποβιβασμό της σημασίας της.

Ας ειπωθεί καθαρά: όποιο και αν είναι τελικά το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης, για δύο πράγματα δεν χωρεί αμφιβολία. Πρώτον, ότι δεν υπάρχει τρίτη εκδοχή μεταξύ συνταγματικότητας και αντισυνταγματικότητας, κανένας χώρος για διάκριση ανάμεσα σε είδη νομιμότητας και διαβαθμίσεις σεβασμού της απόφασης. Και δεύτερον ότι, με τον μόνο τρόπο που έχουν στη διάθεσή τους, τον έμπρακτο σεβασμό στον δικό τους ρόλο, οι δικαστές δείχνουν, έστω και την ύστατη στιγμή, να ανακτούν ένα μέρος από το κύρος που τόσο σκληρά μάχεται να τους στερήσει η κυβέρνηση.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος