Στην τελευταία στροφή πριν από το τέρμα μπαίνουν, όπως όλα δείχνουν, αύριο το απόγευμα οι 25 ανώτατοι δικαστές, οι οποίοι μετέχουν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και με την ψήφο τους θα κρίνουν τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου Παππά για τη χορήγηση των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών.

Για περισσότερες από τρεις ώρες χθες, στην τέταρτη κατά σειρά διάσκεψη της Ολομέλειας που έγινε κεκλεισμένων των θυρών, υπό τον πρόεδρο του ΣτΕ Νίκο Σακελλαρίου, τέθηκε επί της έδρας του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου το μείζον θέμα σχετικά με τη συνταγματικότητα του επίμαχου νόμου.

Το κρίσιμο θέμα της αρμοδιότητας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης αναμένεται, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά δικαστικές πηγές, να κρίνει ουσιαστικά την τελική απόφαση του δικαστηρίου. Κι αυτό γιατί αν το δικαστήριο αποφανθεί ότι ο νόμος προσκρούει στο Σύνταγμα που ορίζει ότι αρμόδια Αρχή να αποφασίζει για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών είναι το ΕΣΡ και κρίνει αντισυνταγματική τη μετάθεση των αρμοδιοτήτων στον υπουργό, τότε το νομοθετικό οικοδόμημα της κυβέρνησης θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα.

Ο εισηγητής της υπόθεσης, σύμβουλος της Επικρατείας, Γιώργος Παπαγεωργίου, σύμφωνα με πληροφορίες, ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του παραθέτοντας ενώπιον των συναδέλφων του τα νομικά του επιχειρήματα επί των κρίσιμων θεμάτων –της αρμοδιότητας του ΕΣΡ και του αριθμού των τηλεοπτικών αδειών -, ενώ στη συνέχεια ανώτατοι δικαστικοί ανέπτυξαν τις δικές τους απόψεις, άλλοι τασσόμενοι υπέρ και άλλοι κατά της αντισυνταγματικότητας του νόμου και των βασικών του ρυθμίσεων.

Η ΠΕΜΠΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ. Οι τοποθετήσεις των ανώτατων δικαστικών λειτουργών θα συνεχιστούν και αύριο το απόγευμα, που έχει προγραμματιστεί η πέμπτη –ίσως και τελευταία –διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ.

Και από την ψηφοφορία που θα ακολουθήσει θα κριθεί προς τα πού θα γείρει τελικά ο ζυγός της Θέμιδας. Αν δηλαδή το ΣτΕ σφραγίσει ως συνταγματικό τον νόμο ή αν η αυλαία της «μητέρας των δικών», όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, πέσει προς την πλευρά της αντισυνταγματικότητας του νόμου.

Το δεύτερο μεγάλο κεφάλαιο που πρέπει να σταθμίσουν οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας συνδέεται με τον αριθμό των τηλεοπτικών αδειών που, όπως είναι γνωστό, έχουν χορηγηθεί στους τέσσερις υπερθεματιστές του διαγωνισμού.

Για το ζήτημα αυτό μάλιστα, που συνδέεται και με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, νομικοί κύκλοι δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο –αν κριθεί αναγκαίο –οι δικαστές να προσανατολιστούν στην υποβολή σχετικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), γεγονός που έχει συμβεί και στο παρελθόν για θέματα που ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο.

ΟΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ. Κι αν η χθεσινή διάσκεψη –όπως ήταν εξάλλου αναμενόμενο –ολοκληρώθηκε χωρίς την έκδοση απόφασης, οι ανώτατοι δικαστές θα ξαναπιάσουν το νήμα της υπόθεσης αύριο το απόγευμα από εκεί που το άφησαν.

Από τις τοποθετήσεις και κυρίως από την ψήφο των 25 ανώτατων δικαστικών λειτουργών θα διαμορφωθούν οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες, οι οποίες θα αποτυπωθούν στην πολυαναμενόμενη απόφαση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο προηγούμενο στάδιο που αφορούσε το παραδεκτό ή μη των επίμαχων προσφυγών 16 δικαστές είχαν ψηφίσει, ενώ 9 συνάδελφοί τους είχαν ταχθεί υπέρ της άποψης του μη παραδεκτού των προσφυγών.

Με ενδιαφέρον αναμένεται η έκβαση της δίκης αυτής, προκειμένου να διαπιστώσει κανείς αν η πλειοψηφία που καθόρισε το αποτέλεσμα της πρώτης δικαστικής μάχης υπέρ των τηλεοπτικών σταθμών παραμείνει αρραγής αριθμητικά ή αν κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τα ουσιαστικότερα ζητήματα που αφορούν τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου Παππά οι συσχετισμοί αλλάξουν.

Από το σκεπτικό της όποιας απόφασης του ανώτατου δικαστηρίου επί όλων των κρινόμενων ζητημάτων που έχουν τεθεί με τις προσφυγές των νόμιμων εκπροσώπων των τηλεοπτικών σταθμών θα καθοριστεί η επόμενη μέρα στο τηλεοπτικό τοπίο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως έχει καταστεί αντιληπτό όλες αυτές τις μέρες που οι δικαστές διασκέπτονται πίσω από τις κλειστές πόρτες του ανώτατου δικαστηρίου, η απόφασή τους θα έχει αναμφισβήτητα πολιτικές προεκτάσεις. Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες, όπως εύστοχα παρατηρεί δικαστικός λειτουργός, που έχουμε να κάνουμε, έστω κι αν ο όρος ακούγεται αδόκιμος, με άσκηση «δικαστικής πολιτικής».