Ζουμάροντας σε μία από εκείνες τις συνταρακτικές φωτογραφίες από τους Δίδυμους Πύργους, αμέσως μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, με τα ανθρώπινα σώματα που έπεφταν στο κενό, έβλεπες μια γυναίκα που στην κάθοδο προς τον θάνατο είχε πάρει μαζί και την τσάντα της. Ενας φίλος, επιστήμονας περί τα της ανθρώπινης ψυχής, μου είχε εξηγήσει ότι πίσω από την προφανή απελπισία που έκανε τους ανθρώπους να πηδούν στο κενό, επιλέγοντας έναν λιγότερο μαρτυρικό θάνατο από το να καούν ζωντανοί, υπήρχε και η παράλογη ελπίδα ότι μπορεί και να επιβιώσουν. Οτι, δηλαδή, η κυρία που έπεσε από τον 50ό όροφο θα σηκωνόταν, θα ξεσκόνιζε λίγο το ταγέρ της και θα συνέχιζε τις δουλειές της με την τσάντα α λα μπρατσέτα. Αν η ελπίδα λοιπόν σε βοηθά, κάτω από ειδικές συνθήκες, να πεθάνεις, σκέψου πόσο απαραίτητη είναι για να ζήσεις.

Θυμήθηκα το στιγμιότυπο καθώς έβλεπα τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύθηκε προχθές, σύμφωνα με την οποία τρεις στους τέσσερις Ελληνες έχουν από μηδενικές έως ελάχιστες ελπίδες για το μέλλον, ενώ τρεις στους πέντε διακατέχονται από μεγάλο έως υπερβολικό φόβο. Είναι ενδεικτικό και εντυπωσιακό πώς μια παράταξη που εργαλειοποίησε την ελπίδα, ταυτίστηκε μαζί της και ανέβηκε στην εξουσία με το σύνθημα «Η ελπίδα έρχεται», απώλεσε τόσο γρήγορα το ψυχολογικό της πλεονέκτημα. Αυτό όμως είναι πρόβλημα της παράταξης. Το δικό μας αδιέξοδο είναι ότι, σύμφωνα με την καρτεσιανή εξίσωση, φόβος χωρίς ελπίδα ίσον απελπισία. Πώς το έλεγε ο Φλομπέρ; «Βρίσκουμε καταφύγιο στη μετριότητα από απελπισία για το ωραίο που ονειρευτήκαμε».