Ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους στα ταμεία των καταστημάτων. Τους οικογενειάρχες στα σουπερμάρκετ, τους μοναχικούς στα σουβλατζίδικα και τα ταχυφαγεία, τα κορίτσια στα καταστήματα καλλυντικών, τους συνταξιούχους στα φαρμακεία, τους πάντες στα ψιλικατζίδικα και τα περίπτερα. Δίνω συχνά τη σειρά μου για να παρακολουθήσω όσο το δυνατόν περισσότερους. Μου αρέσει να υποθέτω ότι ο τρόπος που αποχωρίζονται τα χρήματά τους υποδηλώνει χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους, μου επιτρέπει να φαντάζομαι στιγμιότυπα από τη ζωή τους, με αφήνει, κοιτάζοντας λοξά στο εσωτερικό των πορτοφολιών τους, να «κλέβω» κάτι από την καθημερινότητά τους. Ας πούμε ότι είναι ένα παιχνίδι. Ή μάλλον ήταν. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αυτό το παιχνίδι απέκτησε στοιχεία δράματος. Εγινε σαν κρυφτό με την ανέχεια.

Στις νέες συνθήκες αυτού του ιδιότυπου παιχνιδιού, διαπιστώνω ότι ο «Αμλετ» του πορτοφολιού είναι το εικοσάρικο. Περισσότερο από το «ταπεινό» τάλιρο και το «φτωχικό» δεκάρικο, λιγότερο από το «πλουτοκρατικό» πενηντάρικο, αποκτά μια ιδιαίτερη αξία ως όριο ασφαλείας μετρητού. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι το χαλάνε με βαριά καρδιά. Παρατηρώ τα δάχτυλα των ανθρώπων μπροστά στα ταμεία. Δάχτυλα χοντρά, λεπτά, τριχωτά, επιδέξια, νεανικά, παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα, με φαγωμένα νύχια, με μανικιούρ, δάχτυλα εργάτη και δάχτυλα πιανίστα. Ολα σαν να αυτονομούνται και μοιάζουν με πόδια χορεύτριας καθώς μετράνε τα ψιλά τους. Και σαν να παθαίνουν κράμπα όταν διαπιστώνουν ότι τα ψιλά δεν βγαίνουν. Τότε βγάζουν από το βάθος του πορτοφολιού το εικοσάρικο. Πολλές φορές διπλωμένο στα οκτώ. Σαν ερωτικό ραβασάκι στα χρόνια τής, έστω και στοιχειώδους, ευμάρειας.