Τρεις τόμοι των επτακοσίων τόσων σελίδων –τώρα όλοι στα ελληνικά -, με τον ίδιο κεντρικό ήρωα και αφηγητή, μπορούν να αποθαρρύνουν ασφαλώς ακόμη και τον αργόσχολο ή έστω τον φιλόπονο αναγνώστη. Ο Ρίτσαρντ Φορντ το αποτόλμησε ωστόσο γράφοντας ένα βιβλίο ανά δεκαετία (1985, 1996, 2006) για τον βίο και την πολιτεία ενός από τους πλέον συμπαθείς χαρακτήρες στο πρόσφατο λογοτεχνικό στερέωμα, του Φρανκ Μπάσκομπ. Πρόκειται για τον «μέσο άνθρωπο», έναν διαζευγμένο μεσίτη ακινήτων με δύο παιδιά, κάτοικο Νιου Τζέρσεϊ, σμιλεμένο θα ‘λεγες στα πρότυπα του Χάρι Ανγκστρομ –του περίφημου Λαγού του Τζον Απντάικ. Το πώς ο Φορντ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει να συμμετάσχει στα δράματα και τους προσωπικούς προβληματισμούς του ήρωά του ως προς τα θεμελιακά ερωτήματα και την περιπλοκότητα του βίου δεν απαντιέται ίσως παρά μόνο με το μυστήριο της μεγάλης τέχνης.
Η βίωση του παρόντος
Στιγμές βίας, απελπισίας ή πρόσκαιρης συντροφικότητας
Η περιήγηση του Φρανκ Μπάσκομπ και η ανακατασκευή του αμερικανικού τοπίου μέσω ποικίλων συναντήσεων με ενδιαφέροντες και λιγότερο ενδιαφέροντες ανθρώπους, στη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου όταν όλη η Αμερική βρίσκεται στους δρόμους, είναι ο ένας άξονας όπου κινείται το μυθιστόρημα. Ο άλλος είναι οι διαρκείς αναδρομές στο παρελθόν μέσω της βίωσης του παρόντος ως «της μόνης δυνατής αιωνιότητας», κατά τη ρήση του Βίτγκενσταϊν, τον οποίο μνημονεύει σε κάποιο σημείο ο ήρωάς μας. Ο Φρανκ ζει τις περιπέτειές του σαν αυτό ακριβώς που είναι: περιπέτειες. Βρίσκεται ενώπιος ενωπίω σε στιγμές βίας, απελπισίας ή πρόσκαιρης συντροφικότητας σε μουσεία, βενζινάδικα και φαγάδικα των εθνικών οδών, αλλά και αναποφασιστικότητας των πελατών του, συναισθηματικής ανασφάλειας της ερωμένης του Σάλι (με την οποία κάνει ατέρμονες τηλεφωνικές συζητήσεις στη διάρκεια του τριημέρου), επαγγελματικών προστριβών, αλλά και διανοίγματος νέων προοπτικών σε κάθε σταθμό του σύντομου πλην πυκνού αυτού ταξιδιού. Ξανανακαλύπτει το αμερικανικό τοπίο, ανασκάπτει το παρελθόν, στοχάζεται τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (τον πρώτο αντιαποικιακό πόλεμο) και τη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με αφορμή πάντα τους εορτασμούς. Κυρίως όμως ανατέμνει τον χαρακτήρα του έθνους του ως μιας κοινωνίας που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, που ιδεολογικοποιεί την εξερεύνηση, που μετασχηματίζει σταθερά το φυσικό τοπίο, που καταργεί τη μονιμότητα και καλλιεργεί το ιδεώδες του αυτάρκους και ανεξάρτητου ανθρώπου – μάλλον ανέφικτο πάντως, απ’ ό,τι εν τέλει παραδέχεται κι ο ίδιος (κι εδώ οδηγός του είναι ο Εμερσον με το περίφημο δοκίμιό του «Self-relaiance»). Παρά δε το ότι προς το τέλος του βιβλίου ο Φρανκ Μπάσκομπ απολαμβάνει τους εορτασμούς και συμμετέχει μάλιστα σε αυτούς, αποδομεί με το υποδόριο χιούμορ του την κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης στην οποία έχουν μετεξελιχθεί οι μεγαλόπνοες, σχεδόν εμμονικές διακηρύξεις της ανεξαρτησίας.
Οι λέξεις είναι αυτές που έχουν σημασία
Το βιβλίο – αλλά και η τριλογία στο σύνολό της – μπορεί αναμφίβολα να κουράσει καθώς ο Ρίτσαρντ Φορντ δεν αποφεύγει κάποιες επαναλήψεις και πέραν του δέοντος λεπτομερειακές περιγραφές, πολλές απ’ αυτές βέβαια σκόπιμες προκειμένου να συνδεθούν τα κομμάτια του πολύπλοκου γεωγραφικού και κοινωνικού παζλ που καταφέρνει να συνθέσει. Ενας άλλος λόγος πιθανής κόπωσης είναι η ίδια η φύση των ηρώων του – υπερβολικά αναστοχαστική, αναλυτική και εσωστρεφής, αν και διόλου ναρκισσιστική, καθώς εγκαίρως οι πρωταγωνιστές στρέφονται προς τα έξω για άντληση έμπνευσης και παρηγοριάς. Εντούτοις τα άπειρα τηλεφωνήματα από μοτέλ και βενζινάδικα προς πελάτες, την πρώην σύζυγο και την ερωμένη, αν και δίνουν την αφορμή για συγκρότηση του εσωτερικού και εξωτερικού τοπίου των ανθρώπων, δεν πείθουν πάντα. Οπως έχει πει ωστόσο ο ίδιος ο Φορντ, δεν τον ενδιαφέρει τόσο η πειστικότητα των ηρώων του όσο οι θέσεις που διατυπώνουν και κυρίως οι σχέσεις τους με τους άλλους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι σε ένα μυθιστόρημα είναι καμωμένοι με πρώτη ύλη τις λέξεις, και είναι αυτές που έχουν σημασία. Οι ήρωες μπορεί ενίοτε να στρογγυλεύουν προκειμένου να γίνουν περιγράψιμοι, μπορεί να γίνονται λίγο περισσότερο διανοούμενοι απ’ ό,τι ο μέσος άνθρωπος σε μια τυπική ζωή, αλλά το σημαντικό είναι να κινητοποιούν τον αναγνώστη και να οδηγούν σε επαγωγικές σκέψεις για τα ευρύτερα σύνολα (τη φύση, την κοινωνία, το έθνος, την ιστορική περίοδο) όπου αυτός εντάσσεται. Αυτό το καταφέρνει θαυμάσια, παρακινώντας τον αναγνώστη να πάρει μια βαθιά ανάσα και να συνεχίσει, αποδεχόμενος ταυτόχρονα τη «μομφή» ότι είναι μεν ένας ρεαλιστής συγγραφέας στα πρότυπα του μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, με πλήρη επίγνωση ωστόσο αυτού που κάνει, άρα με ενσωματωμένες όλες τις μετέπειτα παραμέτρους και σχολές της λογοτεχνίας. Εν τέλει, πάντως, το ζωντανό μουσείο του σύγχρονου κόσμου είναι παρόν και ο Φορντ ένας παθιασμένος ξεναγός, εντεταλμένος να προσφέρει εμψύχωση και παρηγοριά.
ΥΓ: Οι διαλέξεις του Ρίτσαρντ Φορντ στην Ελλάδα ακυρώθηκαν λόγω της επαπειλούμενης χιλιοστής μεταπολιτευτικής στάσης εργασίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας. Μείναμε να τον περιμένουμε με σφιγμένη καρδιά, αναλογιζόμενοι τη μοίρα του δικού μας έθνους. Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος έλαβε το μήνυμα του περήφανου Οχι μας, στη Μαδρίτη όπου ελάμβανε το Βραβείο Πριγκίπισσα των Αστουριών.
Richard Ford
Ημέρα Ανεξαρτησίας
Μτφ. Θωμάς Σκάσσης
Εκδ. Πατάκη, 2016, σελ. 700
Τιμή: 20 ευρώ