«Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Και η πλατεία Συντάγματος είναι βέβαια και αυτή Ελλάδα. Τόσο Ελλάδα ώστε μια φωτογραφία της, τραβηγμένη σε μια δραματική περίοδο της χώρας να φαίνεται ότι αποτυπώνει ΕΝΑ «σημείο» σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων μακριά απο την ομώνυμη πλατεία. Και η φιλόλογος Ελενα Τσαγκαράκη σωστά διέγνωσε ότι η σκληρά ειδυλλιακή της άποψη μόνον αν μυθολογηθεί μ’ έναν συγκινησιακά φορτισμένο τρόπο, μπορεί να ενδιαφέρει σήμερα.

Θυμάσαι άραγε εκείνο το σημείο στο Σύνταγμα που δίναμε τα πρώτα ραντεβού; Είχε ένα στενό σκουριασμένο παγκάκι. Το σίδερο πύρωνε κάτω από τα πόδια μας το καλοκαίρι και πάγωνε τις πλάτες μας τον χειμώνα. Αφιλόξενο κάθισμα. Μα δε το σχολιάσαμε ποτέ. Οσο σε περίμενα, μελετούσα τις ατέλειες στο χρώμα. Εψαχνα με αγωνία να δω αν υπήρχε κάποιο ψεγάδι που μπορεί να σου κατέστρεφε τα ρούχα και διάλεγα πάντα να σου προσφέρω το ωραιότερο μπουμπούκι από τις τριανταφυλλιές που έστεκαν στη μέση από το παρτέρι. Γκρίνιαζες που τα λουλούδια τους ήταν κίτρινα. Μουρμούριζες κάτι για γρουσουζιές και πως το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους. «Δεν ταιριάζει στην αγάπη!» είπες ένα σούρουπο φωναχτά. Σου έκανα νόημα να σταματήσεις και να ακούσεις. Από κάποιο κοντινό παράθυρο η φωνή του Τώνη Μαρούδα τραγουδούσε Αττίκ. «Η σερενάτα…» μου είπες και έριξες το κεφάλι πίσω. Σαν να λύθηκε το σώμα από τη γλύκα της μελωδίας και ένας χείμαρρος από καστανές μπούκλες ζέστανε τον πήχη του αριστερού μου χεριού που ακουμπούσε στην πλάτη απ’ το παγκάκι. Ηταν άνοιξη του 1938. Δεν ήσουν ούτε είκοσι χρονών.

Το διαμέρισμα που μείναμε όταν παντρευτήκαμε ήταν ένα τριάρι στην Ιπποκράτους. Ψηλά ταβάνια, μεγάλα παράθυρα. Ισα που προλάβαμε να κάνουμε ένα-δυο μεγάλα γλέντια με φίλους πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Το αγαπήσαμε αυτό το σπίτι. Μας έδωσε τη δυνατότητα να πεινάσουμε αξιοπρεπώς. Μας σκέπαζε όταν το μόνο που είχαμε να μοιραστούμε ήταν λίγη μπομπότα. Είχαμε βέβαια και τα τυχερά μας! Κανένα αβγό ή λίγο λάδι από την κυρία Σαμίχα στον πέμπτο. Ετσι μας έδειχνε την ευγνωμοσύνη της που την είχαμε στον νου μας. Καμιά φορά με φώναζε κρυφά και μου έδινε κάτι μικρά φακελάκια με χειρόγραφα μπιλιέτα. Μηνύματα για τον αδερφό της που κρυβόταν –τώρα σου το λέω πρώτη φορά. Και ξέρεις πού τα άφηνα; Στο παγκάκι του Συντάγματος! Τόσο καλά το είχα μάθει στον καιρό των ρομάντζων μας, που σκέφτηκα πως καλύτερη κρυψώνα δεν υπήρχε από τον κούφιο σωλήνα που στήριζε τις δύο πλευρές. Ποτέ δεν χάθηκε μπιλιέτο όλο εκείνο το διάστημα.

Ηταν Σεπτέμβριος του ’42. Οι κονσέρβες που μας έφερε ο ξάδερφός σου ο Πέτρος από τις αποθήκες των Εγγλέζων στον Ιππόδρομο είχαν σχεδόν τελειώσει, κι ας ανοίγαμε μία κάθε δύο μέρες. Ο κόσμος έσπαζε εξαγριωμένος μαγαζιά και αποθήκες για μια μπουκιά. Και πώς να τους κατηγορήσεις; Την πείνα δεν τη σταματά κανείς. Το κατάστημα της Ιστμαν Κόντακ δεν είχε πια ούτε μία φωτογραφική μηχανή στη βιτρίνα του. Τότε ήταν που μου πέρασε η ιδέα να πουλήσω τη δική μας –παρόλο που ήξερα πόσο την αγαπούσες.

Δεν θυμάμαι πια τι μέρα ήταν, έχω μόνο την αίσθηση από ένα νοτισμένο φθινοπωρινό πρωινό. Ντύθηκα αθόρυβα όσο ακόμη κοιμόσουν. Στην κουζίνα βρήκα ένα παξιμάδι. Το βούτηξα για λίγο στο νερό. Εφαγα μόνο το μισό. Σκεφτόμουν πως αν είχαμε ένα παιδί, το παξιμάδι δεν θα μπορούσε να κοπεί στα τρία. Τι να το ταΐσεις; Ψίχουλα; Κι αυτά δυσεύρετα ήταν πια. Ανοιξα τη βιτρίνα με τα γυαλικά, έβγαλα προσεκτικά τη μηχανή από το πίσω μέρος. Θα την έδινα όσο όσο, αρκεί να έφερνα στο σπίτι λίγο φαγητό.

Κατέβηκα προς τη Σταδίου. Το αγγλοελληνικό φαρμακείο είχε στην είσοδο μαζεμένο κόσμο. «Τρίτη μέρα σήμερα που δεν έχουν καθόλου κρυστάλλους άρτζιρολ. Ούτε απλά αντισηπτικά. Ιώδιο έστω!» έλεγε μια γυναίκα με στολή νοσηλεύτριας. Είχαμε φτάσει λοιπόν στο σημείο που έπρεπε να διαλέξει κανείς αν θα πεθάνει από κάποιο τραύμα ή από την πείνα. Αλλά η ζωή ανατρέπει τον εαυτό της συνεχώς. Γιατί η φωνή ενός πλανόδιου μικροπωλητή ήρθε σαν ανέκδοτο στ’ αφτιά μου: «Πασατέμπο, το φάρμακο της πείνας, πάρτε κύριε πασατέμπο!». Γέλασα και συνέχισα τον δρόμο μου. Βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω μπροστά στο γνωστό μας σημείο. Στο παρτέρι των πρώτων ραντεβού. Σταμάτησα απορημένος. Η εικόνα δεν ήταν σωστή. Κάτω από τα δέντρα μια χούφτα άντρες με γελαστά πρόσωπα και δυνατά χέρια κράδαιναν τις τσάπες τους. Ζύγισα τη σκέψη να τους ρωτήσω για το παγκάκι. Πού είχε πάει το στήριγμα της ενήλικης ζωής μου; Οσο κι αν ακούγεται παράλογο, η σταθερή του παρουσία καθησύχαζε μέσα μου τον φόβο που ζούσαμε. Μην απορείς. Δεν σου μιλώ για μεταφυσική. Αλλά είναι που τα πράγματα ξαναβαφτίζονται από την ίδια τη ζωή.

Πρέπει να στεκόμουν και να παρατηρούσα ώρα, όταν ένας από τους σκαπανείς με ρώτησε αν είμαι καλά. Η ερώτησή του είχε αυθεντικό ενδιαφέρον παρά ενόχληση. Αραγε η δυστυχία μάς κάνει περισσότερο ανθρώπινους κι ευγενείς; Ποιος ξέρει. Του απάντησα πως είμαι καλά, και για να δικαιολογήσω τη σαστιμάρα μου σήκωσα δείχνοντάς του την –προς πώληση –φωτογραφική μηχανή και συστήθηκα ως ανταποκριτής μιας γαλλικής εφημερίδας. Τώρα που το σκέφτομαι, το θράσος μου πρέπει να περίσσευε καθώς του είπα με εξαιρετική προφορά τον τίτλο ενός ανύπαρκτου εντύπου. Ρώτησα για το παγκάκι και προκειμένου να προλάβω την απορία του ισχυρίστηκα ότι συχνά καθόμουν εκεί για να γράψω στη σκιά των δέντρων. Ο πιο μεγάλος απ’ αυτούς, ένας που έμοιαζε λίγο με τον Βενιζέλο, μου έδειξε το παγκάκι τοποθετημένο με την πλάτη επάνω στον κορμό μιας κλαίουσας. Αισθάνθηκα μια τεράστια ανακούφιση που του είχαν αλλάξει θέση τοποθετώντας το ξανά με σεβασμό. Οπως ακριβώς μετακινείς έναν μεγάλο άνθρωπο από το κρεβάτι στην πολυθρόνα για να του στρώσεις καθαρά σεντόνια.

Τη σκέψη μου διέκοψε ένας άλλος με βραχνή από τον καπνό φωνή. «Θα κοιτάς ή θα βάλεις και κανένα χεράκι;» μου είπε. «Γιατί σκάβετε;» τους ρώτησα. «Για να μην αναγκάζονται να κλέβουν οι ανήμποροι τα περιβόλια. Δεν κάνουμε βέβαια τίποτα σπουδαίο, λίγα κουκιά μόνο σπείραμε εδώ στη δημοσιά. Και δέκα να ταΐσουμε, είναι κέρδος». Δεν είχα λόγια για να απαντήσω. Τι να ‘λεγα που δεν θ’ ακουγόταν παράταιρο; Και την ώρα που φούσκωνε μέσα μου η περηφάνια γι’ αυτή την αναπάντεχη πρωτοβουλία, βούτηξα μια τσάπα κι άρχισα να σκάβω μαζί τους. Μα πριν ξεκινήσουμε, τους ζήτησα να βγάλουμε όλοι μαζί μια φωτογραφία για την ανύπαρκτη εφημερίδα μου. Ξέρεις γιατί; Για να θυμάμαι ότι όπου φύτρωσε μια φορά η αγάπη είναι χώμα ευλογημένο.

ΥΓ: Η φωτογραφική μηχανή κοιμάται ακόμα στο πίσω μέρος της βιτρίνας με τα γυαλικά.