Η ελληνική μόδα στο σύνολο των επιδείξεων της διοργάνωσης AXDW που παρουσιάστηκαν στο Ζάππειο απηχεί το παρόν: χαμένα σώματα και ραγισμένη ομορφιά. Ή όπως καταλήγει το απολογιστικό δελτίο του γραφείου δημοσίων σχέσεων που ανέλαβε να επικοινωνήσει την παρουσίαση της συλλογής του Βασίλη Ζούλια «ήταν μια συνάντηση του κόσμου του instagram με τον κόσμο της μόδας και της αθηναϊκής ζωής». Μία από τις λαμπρές αν όχι η αρτιότερη σχεδιαστική δουλειά στο πλαίσιο της φετινής Αθηναϊκής Εβδομάδας Μόδας.

Ηρωικός ο Ζούλιας σε αυτές τις μέρες που οι κανόνες ραπτικής, η παράδοση της παραγγελίας ενός ρούχου ύστερα από επίσκεψη στο ατελιέ ενός δημιουργού, απαιτούν πάθος, χρόνο, κόπο. Παρά την κρίση των ημερών που επιβάλλει την καταστολή της γυναικείας επιθυμίας για έξοδα ενδυμασίας, ο Βασίλης Εμμανουήλ Ζούλιας επιμένει να προσπαθεί να διατηρήσει το όνειρό του ζωντανό. Ακόμη και αν χρειαστεί να επιστρέφει στη νοσταλγία των χοροεσπερίδων της δεκαετίας του 1950. Γιατί τότε η ραπτική ήταν υψηλή, η πελατεία της αριστοκρατική, οι περιστάσεις εξαιρετικές και οι δημιουργοί της ήταν μετρ των εντυπωσιασμών. Αυτό έχει αποφασίσει και διαμορφώσει ως ύφος. Αυτό επιχείρησε να παρουσιάσει και στο Ζάππειο τη βροχερή ημέρα του περασμένου Σαββάτου. Με εμμονή στο τελετουργικό των καλών τρόπων που επιβάλλει ιεραρχίες στην τοποθέτηση των καλεσμένων θεατών. Ωστόσο η δυνατή καταιγίδα επέβαλε τον εκδημοκρατισμό στην ταξινόμηση των γενναίων που υποστηρίζουν τέτοια εγχειρήματα θάρρους, καθώς ο βρεγμένος ανοιχτός χώρος του Περιστυλίου συμμάζεψε την επετηρίδα της ταξιθεσίας. Και συγκέντρωσε τα πλήθη –πράγματι ήταν παρούσα όλη η ομάδα παραγωγής ελληνικών φαντασμαγορικών εικόνων –που εμφανίστηκαν για να υποστηρίξουν τον σχεδιαστή της θηλυκότητας.

Η ΒΑΡΟΝΗ ΦΟΝ ΤΙΣΕΝ. Ανάμεσά τους και μία κυρία με αύρα ευγενικής συμπεριφοράς και αποστασιοποιημένης κομψότητας. Ηταν η Φιόνα, άλλοτε βαρόνη Φον Τίσεν. Ο Βασίλης Ζούλιας κράτησε από εκείνη την εικόνα της ως μοντέλο της Vogue και μούσα των θρυλικών φωτογράφων των 50s Σέσιλ Μπίτον, Ρίτσαρντ Αβεντον, Χένρι Κλαρκ. Η νοσταλγία του για την όμορφη νέα γυναίκα και την εποχή της πέρασε στην ανοιξιάτικη συλλογή του, αφιερωμένη στη Φιόνα, «αυτό το ρόδο της Σκωτίας». Οι ωραίες του αθηναϊκού μόντελινγκ φόρεσαν φορέματα κοκτέιλ, μακριές τουαλέτες, μετάξι με ανθηρά μοτίβα, δαντέλες και μπροκάρ. Ηταν χτενισμένες με σφιχτά σινιόν, στολισμένες με τα υπερβολικά αξεσουάρ του Περικλή Κονδυλάτου. Φορούσαν τις εξαιρετικά κομψές γόβες του Βασίλη Ζούλια, που η εύθραυστη σατέν υφή τους τις κάνει απαγορευτικές για τους αθηναϊκούς ολισθηρούς δρόμους της μνημονιακής ζωής.

Το 1964 η αμερικανίδα συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ παρατήρησε ένα αισθητικό φαινόμενο για το οποίο έγραφε στο δοκίμιό της «Notes on Camp» πως το χαρακτηρίζει η υπερβολικά επιτηδευμένη «φυσική θηλυκότητα», το πνευματώδες ύφος και ο αισθητισμός. Η «Φιόνα», συλλογή εντός του Ζαππείου, με μουσική το «Μπολερό» του Ραβέλ, μελωδίες του Μότσαρτ, τραγούδια του Φρανκ Σινάτρα ακολουθούσε τα στοιχεία της camp αισθητικής. Ενα άνευ σκοπιμότητας δρώμενο προορισμένο να εκθέτει την παθιασμένη φιλοδοξία του νοσταλγού σχεδιαστή.