Βρέθηκα για λίγες μέρες στην Ιεράπετρα ως μέλος της επιτροπής κρίσεως των παραστάσεων που παρουσιάστηκαν στο 6ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου. Συμμετείχαν Ελληνες των Βρυξελλών, του Αγρινίου, της Κορινθίας, του Μοσχάτου, του Ταύρου, του Λαυρίου, του Δήμου Παύλου Μελά. Ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο. Είναι η πολλοστή φορά που χαίρομαι μια τέτοια εμπειρία, αφού έχω παρακολουθήσει ανάλογα φεστιβάλ στην Κόρινθο, στην Καρδίτσα, στο Αργος Ορεστικόν και στην Ορεστιάδα. Δεν έχω βέβαια σκοπό να κρίνω παραστάσεις με τα κριτήρια που χρησιμοποιώ για να κρίνω 45 τώρα χρόνια το επαγγελματικό θέατρο του τόπου. Σήμερα θέλω να μείνω στους όρους, τα όρια, τα ειδικά περιστατικά, τις ιδιαιτερότητες αυτού του έξοχου πολιτισμικού θεσμού αλλά και εν γένει του ερασιτεχνικού θεάτρου, ανεξάρτητα αν μετέχει σε φεστιβάλ και άλλους συναγωνιστικούς θεσμούς.

Ερασιτέχνη, πέρα από την ετυμολογική προέλευση του όρου (εραστής της τέχνης –πράγμα που έχει να κάνει με την τάση της ανθρώπινης φύσης να ρέπει προς την ομορφιά όπως οικοδομείται μέσα σε οργανωμένους εκφραστικούς τρόπους), σήμερα ονομάζουμε κάθε άνθρωπο που ασχολείται με τα καλλιτεχνικά προβλήματα μετέχοντας δημιουργικά, χωρίς να ασκεί ανάλογο επάγγελμα, χωρίς να αμείβεται γι’ αυτό και χωρίς να λογοδοτεί στη συντεχνία του.

Εν πρώτοις θα πρέπει ευθέως να καταθέσω εδώ τις αντιρρήσεις μου για κάθε αφελή ή εκ του πονηρού συσχετισμό της θεατρικής ερασιτεχνίας με το επαγγελματικό θέατρο. Κρίσεις του τύπου «εφάμιλλον των επαγγελματικών θιάσων» κτλ. είναι και ανοίκειες και αδιανόητες. Το επαγγελματικό θέατρο προϋποθέτει σπουδή, συχνά επίπονη, αλλά και αναγνώριση των όρων λειτουργίας του από τα αρμόδια διοικητικά, νομοθετικά, οικονομικά, θεσμικά πολιτειακά και πολιτικά κέντρα. Εξάλλου η θεσμική κριτική του θεάτρου οφείλει να διαχωρίζει, να αντιδιαστέλλει τα δύο θεατρικά διαβήματα, δεδομένου ότι υπάρχουν κανόνες διαχρονικά ελεγχόμενοι για τα κριτήρια αξιολόγησης μιας επαγγελματικής θεατρικής παρουσίας στη σκηνή.

Δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία οι ζωγραφιές παιδιών και εφήβων με τους πίνακες ενός ζωγράφου, ούτε τα γραπτά ακόμη και ταλαντούχων μαθητών με την καθιερωμένη λογοτεχνική παραγωγή. Ακόμη κι όταν βιαστικοί γονείς σπεύδουν να τυπώσουν τα ποιήματα των εφήβων τέκνων τους, τα βιβλία αυτά σπανίως ανήκουν δικαιωματικά στη λογοτεχνική ιστορία, γι’ αυτό και ορθώς δεν κρίνονται από τη θεσμική κριτική των εικαστικών, των μουσικών ή των λογοτεχνικών κριτών.

Η ερασιτεχνία στο θέατρο, πέραν από το σχολικό θέατρο (που είναι άλλου παπά βαγγέλιο), ασκείται από ανθρώπους που στο περιθώριο των άλλων κυρίως επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων χαίρονται να συμμετέχουν και να απολαμβάνουν την ανακάλυψη της πίσω όψης μιας τέχνης που μας τέρπει ως θεατές.

Είναι άκρως ενδιαφέρον ένας γιατρός, ένας μηχανικός, ένας έφορος, μια λογίστρια, μια μοδίστρα, μια απλή νοικοκυρά, ένας νοσοκόμος, ένας άνεργος και ένας εξαγωγέας φρούτων ή υποδημάτων, με ηλικιακό φάσμα από τα 17 χρόνια έως τα 80, σε ώρες σχόλης να συναντώνται σ’ έναν δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο και εν πρώτοις να συζητούν για θέατρο, να ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες από τις παραστάσεις που θαύμασαν ή γιουχάρισαν και εν συνεχεία να αποφασίζουν να οργανώσουν μέσω της θεατρικής επαφής επί σκηνής τις ευαισθησίες τους, τη γλωσσική τους επάρκεια, την κινησιολογική τους ικανότητα αλλά κυριότατα τη σχέση.

Θα είχε μέγα ενδιαφέρον να διερευνήσουμε τα κριτήρια που πέφτουν στο τραπέζι για την επιλογή του έργου του οποίου τους χαρακτήρες και τους τύπους αποφασίζουν να παραστήσουν στο σανίδι.

Αλλος έχει γοητευτεί από μια παράσταση που είδε από επαγγελματίες, άλλος επειδή το διάβασε, άλλος γιατί το πληροφορήθηκε από κριτικές ή δημοσιεύματα. Συχνά η επιλογή γίνεται με προσωπικά, τραυματικά ή όχι, κριτήρια. Απογοητεύσεις, εργασιακές αποτυχίες, αδικίες της κοινωνικής οργάνωσης, ιδεολογικές διενέξεις, οικογενειακές ηθικές προκαταλήψεις, παιδικά τραύματα, ακόμη και το σχολικό μπούλινγκ μπορούν να πρυτανεύσουν στις συζητήσεις για την αναζήτηση του έργου.

Βέβαια καίρια θα είναι η απόφαση αν το έργο είναι γνωστό, ξένο, μεταφρασμένο και διάσημο ή ελληνικό, γνωστό ή ανέκδοτο, συχνά κάποιου νέου φιλόδοξου φίλου ή συγγραφέα του τόπου υπό εκκόλαψη, οπότε και εντάσσεται στην ομάδα ως συστατικό στέλεχος.

Οταν αποφασιστεί το έργο αναζητείται ο σκηνοθέτης είτε σε κάποιον εύκαιρο επαγγελματία είτε σε κάποιον φίλο, θεατρόφιλο ή επίδοξο οργανωτή παραστάσεων. Και τα τρία είδη έχουν οδηγήσει σε επιτυχίες ή σε φιάσκο.

Από τη στιγμή που τα μέλη του ερασιτεχνικού σχήματος ανήκουν σε διαφορετική εκπαίδευση, κοινωνική τάξη, αισθητικές προτιμήσεις και εμπειρίες ζωής, ακόμη και ηλικιακή ωριμότητα, ο σκηνοθέτης πρέπει να βρει την κοινή συνισταμένη και να ανακαλύψει το κοινό γούστο και την κοινή ισορροπία μέσων και σκοπών.

Τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή και το κλίμα γίνεται ευνοϊκό με αμοιβαίες υποχωρήσεις και την κοινή επιθυμία να συνυπάρξουν και να συλλειτουργήσουν.

Ο ερασιτέχνης δεν διαθέτει σκηνική πείρα, δηλαδή δεν έχει αυτοματισμούς κινησιολογικού κώδικα και συναισθηματικών διακυμάνσεων που διαθέτει ο έμπειρος επαγγελματίας. Η υποκριτική είναι πλήρης έλεγχος του μυϊκού και του νευρικού συστήματος του εκτελεστή. Αυτό λείπει από τον ερασιτέχνη. Συνήθως κάνει άλματα από τη χαρά στην απελπισία, όταν το κείμενο απαιτεί κλιμάκωση και διαδικασία κρεσέντο ως εξέλιξη από ηπιότερα αισθήματα.

Είναι μεγάλο το κέρδος για τον ερασιτέχνη όταν κατορθώσει να κινηθεί σε τροχιές ελέγχοντας τα συναισθηματικά του φορτία. Κέρδος ακόμη και για την καθημερινή του συμπεριφορά. Ενας ερασιτέχνης εξάλλου δεν συνηθίζει να χαριεντίζεται δημόσια, να χαϊδεύεται με το άλλο φύλο, να κάνει ερωτική εξομολόγηση ή να θρηνεί νεκρό. Επίσης πιθανόν στη ζωή του να μην εκρήγνυται, να μην αυθαδιάζει, να μην υβρίζει ή να μην εκλιπαρεί. Στο θέατρο οφείλει να το κάνει αν το απαιτεί ο ρόλος. Και πρέπει να ρεγουλάρει την αισθηματική του δεξαμενή ανοίγοντας ή κλείνοντας την κάνουλα. Ολα αυτά κι άλλα τόσα είναι το μέγα κέρδος που αποκομίζει ο ερασιτέχνης με την επαφή του με μια τέχνη απαιτητική, που απαιτεί τη δημόσια έκθεση του παίκτη.

Σε μια εποχή σαν τη δική μας, με όλες τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, ηθικές ανισορροπίες, για να το πω ήπια, η ενασχόληση με την ολιστική τέχνη που είναι το θέατρο, άρα και η αποφυγή του καφενέ, του γηπέδου, της άσκοπης περιπλάνησης ή της αφοσίωσης στη σιριαλική πραγματικότητα, είναι θεραπευτική διαδικασία που σε φέρνει σε βαθύτερη σχέση με τον εαυτό σου, σε ανοίγει στη σχέση με τον άλλον και σου επιτρέπει να συγκροτήσεις αρχές ζωής μέσω των μεγάλων ή και των μικρών θεατρικών κειμένων που πάντα κάτι έχουν να σου προσφέρουν προς ανίχνευση αποκαλυπτική μέσω του δράματος, της κωμωδίας, της σάτιρας και της φάρσας.

Οπως κάθε ποίηση και το θέατρο είναι «φίλτρο μετατροπής του τρόμου σε ρυθμό».